Η πικρή εμπειρία του φετινού Σεπτεμβρίου με τις πλημμύρες στην Θεσσαλία ανέδειξε την ανάγκη ανασχεδιασμού της στρατηγικής διαχείρισης φυσικών καταστροφών, κάτι που ήδη έχει δρομολογηθεί από τα υπουργεία Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας και το Περιβάλλοντος και Ενέργειας ενώ για τις δρομολογούμενες μεταρρυθμίσεις αναμένεται να αξιοποιηθεί το πόρισμα της HVA International, της ολλανδικής εξειδικευμένης εταιρίας στη διαχείριση υδάτων και αντιπλημμυρικής προστασίας, που υποστηρίζει ως τεχνικός σύμβουλος την ελληνική κυβέρνηση στο έργο της αποκατάστασης των συνεπειών της πρόσφατης πλημμύρας στην Θεσσαλία. Το νέο μοντέλο διαχείρισης και αντιμετώπισης πλημμυρικών φαινομένων (ή ξηρασίας) που θα προκύψει από τις διαβουλεύσεις το επόμενο διάστημα και οι αλλαγές που δρομολογούνται μπορούν να εφαρμοστούν - τουλάχιστον ως προς τις γενικές αρχές και όχι ως προς τις παρεμβάσεις στις υποδομές που συνδέονται με τα ιδιαίτερα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά και τις κλιματικές συνθήκες κάθε περιοχής- και σε άλλες περιοχές της χώρας.
Οι αλλαγές που προτείνουν οι Ολλανδοί εμπειρογνώμονες
Στην έκθεση που υπέβαλαν πριν από λίγες ημέρες οι Ολλανδοί εμπειρογνώμονες ανέδειξαν την ανάγκη αναθεώρησης όλων των αντιπλημμυρικών σχεδίων και υποδομών που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τη διαχείριση πλημμυρικών φαινομένων. Εκτιμούν ότι πρέπει να γίνουν αλλαγές στο μοντέλο διαχείρισης κρίσεων, με την εγκατάσταση ενός συστήματος έγκαιρης ειδοποίησης που θα λειτουργεί σε 24ωρη βάση και την δημιουργία σταθμών, όπου θα φυλάσσονται εξοπλισμός και μηχανήματα για επείγουσες επισκευές και απομάκρυνση φερτών υλικών.
Κοινός παρονομαστής στις προτάσεις που διατυπώνονται είναι η ανάγκη συνεκτικής διαχείρισης η οποία θα υπερβαίνει τα διοικητικά όρια των δήμων και θα λαμβάνει υπόψη τα γεωμορφολογικά και υδατικά όρια της περιφέρειας με ένα ενιαίο κέντρο λήψης αποφάσεων και διοίκησης. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η δημιουργία ενός ενιαίου φορέα διαχείρισης και προτείνουν την ίδρυση ενός οργανισμού παρακολούθησης πλημμυρικού κινδύνου.
Στο πόρισμα αναφέρονται λάθη και παραλείψεις που οδήγησαν στις καταστροφικές συνέπειες που προκάλεσε η επέλαση της κακοκαιρίας Daniel όπως τα παράνομα φράγματα για άρδευση και οι αυθαίρετες παρεμβάσεις κοντά στις κοίτες των ποταμών αναδεικνύοντας το θέμα κριτικής αναβάθμισης των υποδομών.
Σε αυτό το θέμα στάθηκε μεταξύ άλλων και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών μέσα στην εβδομάδα που μας πέρασε. Όπως σημείωσε, «υπάρχουν ξεκάθαρα η δυναμική και η ανάγκη για ριζική αλλαγή. Τα υπάρχοντα σχέδια διαχείρισης πλημμυρών (2014-2020) κρίθηκαν ότι δεν είναι επιχειρησιακά εφαρμόσιμα υπό την έννοια πως δεν θα μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη των πλημμυρών που προκλήθηκαν από την κακοκαιρία Ντάνιελ και γι’ αυτό χρήζουν αναθεώρησης. Συμπερασματικά, οι υποδομές που πρέπει να δημιουργηθούν θα συμπεριλαμβάνουν κυρίως έναν συνδυασμό δημιουργίας ικανότητας συγκράτησης υδάτων, αυξημένες δυνατότητες άντλησης υδάτων και άρδευσης καλλιεργειών, και βελτιωμένα συστήματα αναχωμάτων, ταμιευτήρων και μικρότερων φραγμάτων. Οι αντιπλημμυρικές υποδομές πρέπει να εναρμονίζονται με πολιτικές αποφάσεις πάνω στα επίπεδα ασφαλείας, τον χωρικό σχεδιασμό και την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλίας».
Ειδικοί στην Θεσσαλία: Πολύτιμη η συμβολή των φραγμάτων για την ασφάλεια των πολιτών
Το γενικό συμπέρασμα από την έκθεση που συνένταξαν οι Ολλανδοί εμπειρογνώμονες συνάδει με τις εκτιμήσεις ειδικών επιστημόνων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή της Θεσσαλίας, οι οποίοι αναδεικνύουν την κρισιμότητα των υποδομών και μεταξύ αυτών και των φραγμάτων.
Ο κ. Κώστας Γκούμας, γεωπόνος, πρώην Διευθυντής Εγγείων Βελτιώσεων Λάρισας και πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ Κεντρικής Ελλάδος, μιλώντας στο Insider.gr αναλύει σχετικά: «Η Θεσσαλία έχει ορισμένα έργα πολλαπλού σκοπού όπως είναι το φράγμα Πλαστήρα, το φράγμα Σμοκόβου και το φράγμα στην Κάρλα τα οποία εξυπηρετούν πολλές ανάγκες όπως η ύδρευση, η άρδευση και συχνά παράγουν υδροηλεκτρική ενέργεια. Και μάλιστα, παρόμοια έργα είναι εγκεκριμένα από την ελληνική κυβέρνηση στο σχέδιο διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών της (ΣΔΛΑΠ). Όλα αυτά τα έργα, τα περιφερειακά φράγματα στην Θεσσαλική Λεκάνη, μεταξύ των οποίων είναι το φράγμα στον Ενιπέα, το οποίο ήδη έχει δρομολογήσει η κυβέρνηση, στο Μουζάκι και στην Πύλη Τρικάλων αλλά και κάποια άλλα μικρότερα δεν είναι μόνο αντιπλημμυρικά αλλά είναι υπερπολύτιμα έργα πολλαπλού σκοπού. Και αυτά τα έργα δεν είναι «μεγάλα» έργα όπως τα χαρακτηρίζουν κάποιες οικολογικές οργανώσεις. Είναι έργα στοχευμένα με θετικό κοινωνικό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα όταν αυτά γίνονται στοχευμένα.
Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας έχουν προβληματιστεί με την ερμηνεία που έδωσαν κάποιες οργανώσεις στο πόρισμα της ολλανδικής εταιρείας. Το πόρισμα βασίζεται σε επιστημονική τεκμηρίωση. Από την άλλη, κάποιες οργανώσεις (οι οποίες μέχρι στιγμής δεν παρευρέθηκαν σε καμία οργανωμένη συζήτηση για το μέλλον του αγοδιατροφικού τομέα της Θεσσαλίας παρότι είναι ευπρόσδεκτοι) καταφεύγουν σε δικές τους ερμηνείες ως προς την κλίμακα των έργων που πρέπει να γίνουν με μεγαλοστομίες, απλουστεύσεις, γενικότητες και αναφορές ότι η φύση θα σώσει την Θεσσαλία.
Το νερό πρέπει να συγκρατείται όταν είναι ψηλά (όπως έχει πει και ο διάσημος δασολόγος, Peter Wohlleben)με κατάλληλα έργα όπως είναι το φράγματα. Εάν αυτά τα έργα δεν γίνουν και απαξιωθούν θα πρέπει να δεχθούμε την μείωση των αρδευόμενων καλλιεργειών κάτι που θα θέσει σε κίνδυνο την επισιτιστική ασφάλεια της χώρας και την θωράκισή της από ακραία ή επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα. Θα επιφέρει κατακόρυφη μείωση του αγροτικού εισοδήματος και μείωση της παραγωγής με αλυσιδωτές επιπτώσεις για την οικονομία. Το νερό πρέπει να ταμιεύεται. Με αυτά τα έργα συγκρατείται κάποια ποσότητα νερού και ταυτόχρονα αντιμετωπίζουμε και ένα άλλο φαινόμενο που εμφανίζεται συχνά στην Θεσσαλία, την λειψυδρία/ξηρασία ενώ συμβάλλουν και στην παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας.
Εάν αποφασίσουμε να πορευθούμε με ιδεοληψίες και με γενικότητες , η ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας που είναι ζητούμενο δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί και τότε πραγματικά θα βουλιάξουμε. Και φυσικά, το μοντέλο της Θεσσαλίας όπως αυτό θα επανασχεδιαστεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα νέα δεδομένα της κλιματικής κρίσης θα μπορέσει να αποτελέσει πρότυπο και για άλλες περιοχές όσον αφορά στις αρχές διαχείρισης και πρόβλεψης όπως είναι η έγκαιρη προειδοποίηση από την Μετεωρολογική Υπηρεσία ή την λειτουργία του φορέα διαχείρισης της κυβέρνησης».