Μεταστροφή του τοπίου σε καταθέσεις και δάνεια στο διάστημα των τελευταίων 15-18 μηνών, έχει προκαλέσει η επιθετική άνοδος των επιτοκίων από την ΕΚΤ για να χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό, αλλά και η μεγάλη ρευστότητα που απολαμβάνουν οι τράπεζες, λόγω αύξησης καταθέσεων, εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος και αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας.
Η εικόνα που αναδύεται, θέλει τους ιδιώτες με ρευστότητα να εκμεταλλεύονται τώρα, περισσότερο τα μεγαλύτερα επιτόκια προθεσμίας από τις επιχειρήσεις που κινήθηκαν ταχύτερα νωρίς, αλλά στην πορεία επιβράδυναν. Αντίθετα οι επιχειρήσεις μειώνουν τις καταθέσεις overnight που παραμένουν όμως η μεγάλη φθηνή βάση χρηματοδότησης των τραπεζών, αν και είναι η κατηγορία καταθέσεων με τη μεγαλύτερη μείωση μετά τις αυξήσεις επιτοκίων, από το Σεπτέμβριο του 2022.
Οι μη τραπεζικές επιχειρήσεις μείωσαν τις καταθέσεις overnight σε 32,3 δισ. ευρώ το Νοέμβριο από 36,9 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο του 2022. Τα νοικοκυριά και τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα μείωσαν τις καταθέσεις overnight, από 112, 4 δισ. ευρώ σε 105,4 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα. Στις καταθέσεις αυτές περιλαμβάνεται και το ηλεκτρονικό χρήμα, συνεπώς θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν και κάποια μείωση συναλλαγών.
Στις χρηματοδοτήσεις του ιδιωτικού τομέα και των Μη Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων τα υπόλοιπα των δανείων μένουν σταθερά ή παρουσιάζουν μικρή αύξηση (αύξηση περίπου 1,2 δισ. ευρώ από τον Οκτώβριο του 2022 για τα υπόλοιπα δανείων ΜΧΕ, στα 63,4 δισ. ευρώ το Νοέμβριο 2023), με εξαίρεση την κατηγορία των κοινοπρακτικών δανείων των ελληνικών τραπεζών προς επιχειρήσεις.
Το υπόλοιπο των κοινοπρακτικών δανείων αυξάνεται περισσότερο και η τάση είναι να αυξηθεί περαιτέρω, με τις τράπεζες να μοιράζονται τα οφέλη και το ρίσκο. Τα κοινοπρακτικά αυξήθηκαν σχεδόν κατά 2,4 δισ. ευρώ το Νοέμβριο του 2023, σχεδόν στα 15 δισ. ευρώ.
Τα νοικοκυριά πάλι κρατούν σταθερό το δανεισμό τους με μικρά καταναλωτικά δάνεια ενώ μειώνονται συνεχώς τα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων, όπως είναι ήδη γνωστό. Το Νοέμβριο 2023, τα υπόλοιπα στα στεγαστικά δάνεια έφτασαν τα 28 δισ. ευρώ από 29,5 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο του 2022. Τα καταναλωτικά όμως είναι μικρότερη κατηγορία δανείων.
Όλα τα παραπάνω αναδύονται από τα μακροχρόνια στοιχεία για τις καταθέσεις και την χρηματοδότηση της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και από την Ενδιάμεση Νομισματική Έκθεσή της.
Κλείνει το παράθυρο για τις προθεσμιακές καταθέσεις;
Αλλά ενώ συμβαίνουν αυτά και καθώς οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν κάνει «στάση» στην άνοδο των επιτοκίων, προετοιμάζοντας πιθανώς και την πρώτη αντίστροφη κίνηση από την ΕΚΤ φέτος πιθανότατα στην αρχή του καλοκαιριού με βάση όσα τώρα ισχύουν στο μέτωπο των τιμών, φαίνεται ότι οι Έλληνες καταθέτες άργησαν κι ίσως, έχασαν το παράθυρο να απολαύσουν μεγαλύτερα επιτόκια στις καταθέσεις τους. Οι επιχειρήσεις που κινήθηκαν ταχύτερα, στην πορεία προτίμησαν να μη δεσμεύσουν άλλα κεφάλαια και να τα διοχετεύσουν αλλού, για να αποπληρώσουν παλαιότερο δανεισμό που είχε γίνει ασύμφορος με επιτόκια που αυξάνονταν.
Το γεγονός είχε αντίκτυπο και στον αυξητικό ρυθμό των καταθέσεων, ο οποίος παραμένει ανοδικός μεν, αλλά έχει πολύ βραδύτερους ρυθμούς στα υψηλότερα επίπεδα της 15ετίας, μετά την αλματώδη αύξηση καταθέσεων από το 2019 κι εντεύθεν, με την άρση των περιορισμών στις καταθέσεις.
«Οι επιχειρηματικές καταθέσεις μειώθηκαν κατά 1,7 δισ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023, (έναντι αύξησης κατά 0,8 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2022. Ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των επιχειρηματικών καταθέσεων εξακολούθησε γενικά να επιβραδύνεται και διαμορφώθηκε σε 2,3% τον Οκτώβριο του 2023 (Οκτώβριος 2022: 14,4%), αντανακλώντας και τη μείωση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης προς τις Μη Χρηματοπιστωτικές Επιχειρήσεις την ίδια περίοδο» αναφέρει η ΤτΕ.
«Η αύξηση στα επιτόκια καταθέσεων οδήγησε σε συνολική μείωση του υπολοίπου των καταθέσεων μίας ημέρας κατά 7% για τις Επιχειρήσεις και κατά 7,7% για τα νοικοκυριά, ενώ ταυτόχρονα οι καταθέσεις προθεσμίας παρουσίασαν αύξηση κατά 9,1% για τις ΜΧΕ και 50,4% για τα νοικοκυριά».
Ειδικά οι μεγάλες επιχειρήσεις εμφανίζουν τάση μεταστροφής σε κοινοπρακτικά δάνεια.
Οι εκταμιεύσεις δανείων προς επιχειρήσεις στο δεκάμηνο έφθασαν τα 1,3 δισ. ευρώ, από 1,5 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο προηγούμενο διάστημα. «Η μείωση αυτή προήλθε από τα δάνεια προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, που αποτελούν το 71% (906 εκατ. ευρώ) της συνολικής ακαθάριστης ροής, ενώ η αντίστοιχη ροή προς τις ΜΜΕ κατέγραψε μικρή ετήσια αύξηση, κατά 2,7%, σε 362 εκατ. ευρώ», είναι το σχόλιο της ΤτΕ. Οι πιστωτικές γραμμές όμως και οι άλλες διευκολύνσεις αυξήθηκαν «κατά 8,3% την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023 σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2022», προσθέτει η ΤτΕ.
Ωστόσο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι πολύ μικρές ατομικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες, δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια και πρέπει να βρουν λύσεις καθώς μάλιστα τα δάνειά τους έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων που καταγράφει τη Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Έκθεσή της, μεταξύ των δανείων σε άλλες κατηγορίες δανειοληπτών. Τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι στο 11,1% της κατηγορίας αυτών των δανείων, ενώ φθάνουν το 26,5% στα επαγγελματικά. Αντίθετα στις μεγάλες επιχειρήσεις είναι στο 3,2% και στα ναυτιλιακά στο 1,4% των δανείων των κατηγοριών αυτών.
Φθηνότερη χρηματοδότηση λόγω επενδυτικής βαθμίδας
Βεβαίως η εικόνα θα βελτιωθεί λόγω της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, λέει η ΤτΕ, σύμφωνα με άσκηση που τρέχει.
Αλλά θα μειωθούν έτσι τα κέρδη των τραπεζών από τις μειώσεις των επιτοκίων; «Ακολούθως, τα νοικοκυριά αυξάνουν την κατανάλωσή τους, καθώς και τις επενδυτικές δαπάνες για κατοικία, ενώ οι επιχειρήσεις αυξάνουν τις δαπάνες τους για επενδύσεις κεφαλαίου, με αποτέλεσμα την άνοδο της αξίας του οικιστικού αλλά και του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Αξιοσημείωτο είναι ότι η μείωση των επιτοκίων δανεισμού είναι μικρότερη από τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών που προκαλεί η διαταραχή της αναβάθμισης, γεγονός που ενισχύει περαιτέρω την κερδοφορία και τα κεφάλαια των τραπεζών».
Η μεγάλη ρευστότητα είναι αντικίνητρο για τις τράπεζες
Συμπερασματικά, οι ελληνικές τράπεζες έχουν πλέον μεγάλη ρευστότητα και δεν επηρεάζονται ούτε από την επιστροφή δανεισμού τους στην ΕΚΤ. Στην πραγματικότητα οι καταθέσεις τους στην ΕΚΤ είναι υπερδιπλάσιες από τα δάνεια TLTRO III που πρέπει να επιστρέψουν σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ. Είχαν το Σεπτέμβριο ανακοινώσει στο εννεάμηνο τους, δανεισμό από την ΕΚΤ 16,9 δισ. ευρώ που έχει ήδη μειωθεί τουλάχιστον κατά 3 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο. Το «ταμείο και διαθέσιμα στην Κεντρική Τράπεζα ήταν 42,6 δισ. ευρώ» το Σεπτέμβριο.
Γίνεται λόγος για τη διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και προθεσμίας, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν μεγάλη ρευστότητα. Ο δείκτης ρευστότητας είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο των τραπεζών στην Ευρώπη: «δείκτης στην Ευρωζώνη 158,% τον Ιούνιο του 2023 από 161,3% το Δεκέμβριο του 2022, Ελλάδα: 215,7% το Σεπτέμβριο του 2023 από 197,4% το Δεκέμβριο του 2022».
Με αυτή τη ρευστότητα και με την ΕΚΤ να δίνει επιτόκιο καταθέσεων 4% στις τράπεζες (MRO), οι τράπεζες δεν έχουν κίνητρα για να αναζητήσουν ρευστότητα. Σχολιάζει η ΤτΕ: «Το Σεπτέμβριο του 2023 η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου και του μέσου επιτοκίου καταθέσεων των νοικοκυριών διαμορφώθηκε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, φθάνοντας τις 413 μ.β. (έναντι του MRO) ή 363 μ.β. (έναντι του DFR).
H εν λόγω διαφορά είναι ενδεικτική του κόστους ευκαιρίας που αντιμετωπίζουν οι καταθέτες σε σχέση με άλλες αποταμιευτικές επιλογές χαμηλού κινδύνου, όπως τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων ή καταθέσεις στο εξωτερικό, οι αποδόσεις των οποίων μπορεί να προσαρμόζονται αμεσότερα σε μεταβολές του επιτοκίου πολιτικής», αναφέρει η ΤτΕ.
Η διαφορά αυτή θα μπορούσε να μειωθεί με πολιτική σύσφιξης, αλλά η ΕΚΤ δεν έχει ακόμα μειώσει σοβαρά τον ισολογισμό της ενώ οδεύει σε μείωση των επιτοκίων. Ίσως όμως αυτός να είναι και ο λόγος που δεν έχουν συμβεί χρεοκοπίες και η προσγείωση είναι ομαλή, ενώ μαζί με την Ιταλία στηρίζονται και οι τράπεζες, με τις ελληνικές να μην έχουν σε αυτή τη φάση πρόβλημα αύξησης εσόδων από τόκους, αν δεν δώσουν περισσότερα δάνεια.