Σημαντική αύξηση, κατά 30,1%, σημειώθηκε στην εγχώρια κατανάλωση αερίου το πρώτο δίμηνο του 2024, σε σχέση με ανάλυση της Δεξαμενής Σκέψης The Green Tank. Με βάση την ανάλυση, η κατανάλωση διαμορφώθηκε στις 10,92 Τεραβατώρες (ΤWh), αυξημένη κατά 2,52 TWh σε ετήσια βάση. Ωστόσο, παρέμεινε χαμηλότερη από τον μέσο όρο της 5ετίας, με τη μείωση να κινείται στο 3,3%.
Σε σχέση με το αντίστοιχο δίμηνο του 2023, παρατηρήθηκε αύξηση και στις τρεις χρήσεις. Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση σημειώθηκε στη βιομηχανία (+240%, +1,12 TWh), ακολούθησε ο ηλεκτρισμός (+28,3% ή +1,29 TWh) και τέλος η πολύ μικρότερη αύξηση στα δίκτυα (+3,6% ή +0,12 TWh).
Συγκρίνοντας με τον μέσο όρο της πενταετίας, η εικόνα διαφοροποιείται αισθητά, καθώς καταγράφεται μείωση στις δύο από τις τρεις χρήσεις του αερίου. Η μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση εντοπίζεται στον ηλεκτρισμό (-8,5% ή -0,54 TWh), ενώ ακολούθησαν τα δίκτυα (-7,8% ή -0,3 TWh). Αντίθετα, στη βιομηχανία σημειώθηκε σημαντική αύξηση (+41,1% ή +0,46 TWh).
Κατανομή της κατανάλωσης
Όσον αφορά στην κατανομή της κατανάλωσης αερίου στις τελικές χρήσεις το πρώτο δίμηνο του 2024, το μεγαλύτερο μερίδιο κατέχει ο ηλεκτρισμός με 5,82 TWh (ή 53,3%), μειωμένο κατά λιγότερο από μια ποσοστιαία μονάδα συγκριτικά με το πρώτο δίμηνο του 2023 (54,1%).
Μειωμένο εμφανίστηκε και το μερίδιο στα δίκτυα, αφού από 40,4% (ή 3,39 TWh) το πρώτο δίμηνο του 2023, έπεσε στο 32,2% (ή 3,51 TWh). Η ανακατανομή των μεριδίων είναι αποτέλεσμα της μεγάλης αύξησης του μεριδίου της βιομηχανίας, το οποίο από 5,6% (ή 0,47 ΤWh) το πρώτο δίμηνο του 2023 αυξήθηκε κατά σχεδόν 9 ποσοστιαίες μονάδες το 2024 (14,5% ή 1,58 ΤWh).
Ειδικά τον Φεβρουάριο, η κατανάλωση αερίου (4,88 TWh) έπεσε κάτω από τις 6 TWh, όπου είχε σκαρφαλώσει τον προηγούμενο μήνα. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει η τρίτη υψηλότερη κατανάλωση των τελευταίων 14 μηνών, μετά τον Ιανουάριο 2024 (6,04 TWh) και τον Ιούλιο 2023 (5,29 TWh).
Οι πηγές προέλευσης
Αθροιστικά, για το πρώτο δίμηνο του 2024 οι συνολικές εισαγωγές από τις τέσσερις πύλες εισόδου της χώρας ήταν 10.95 TWh. Οι εισαγωγές LNG μέσω του τέρμιναλ του ΔΕΣΦΑ στη Ρεβυθούσα («Αγία Τριάδα») καταλαμβάνουν την πρώτη θέση ανάμεσα στις πηγές τροφοδοσίας με 4,71 TWh ― πρόκειται για μείωση 35.6% σε σχέση με το πρώτο δίμηνο του 2023 και μερίδιο 43%.
Λίγο χαμηλότερο ήταν το μερίδιο των εισαγωγών ρωσικού αερίου από αγωγούς από την πύλη Σιδηροκάστρου (40% ή 4,38 TWh), όπου οι εισαγωγές κατά το πρώτο δίμηνο του 2024 ήταν 9 φορές μεγαλύτερες σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι. Στην τρίτη θέση με πολύ χαμηλότερο μερίδιο (17% ή 1,87 TWh) βρέθηκαν οι εισαγωγές αζέρικου αερίου από τον ΤΑΡ, ελάχιστα αυξημένες σε σχέση με το πρώτο δίμηνο του 2023 (+5,1%).
Τέλος, μηδενικές ήταν οι εξαγωγές αερίου μέσω της πύλης του Σιδηροκάστρου για 6ο συνεχόμενο μήνα (από τον Σεπτέμβριο του 2023).
Ειδικά για τον Φεβρουάριο, οι εισαγωγές αερίου από τη Ρωσία μέσω του αγωγού Turkstream από την πύλη Σιδηροκάστρου (2,43 ΤWh) ήταν οι δεύτερες υψηλότερες από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία (Μάρτιος 2022), μετά τον Οκτώβριο του 2023 (2,79 ΤWh). Το μηνιαίο μερίδιο των εισαγωγών από τον Turkstream έφτασε σχεδόν το 50% (49,4%), ενώ ήταν πενταπλάσιες σε σχέση με τις εισαγωγές τον Φεβρουάριο του 2023.
Σε αντίθεση με την πύλη του Σιδηροκάστρου, στην πύλη της «Αγίας Τριάδας» η μηνιαία ροή υγροποιημένου ορυκτού αερίου (LNG) τον Φεβρουάριο 2024 (1,58 ΤWh) μειώθηκε κατά 53,5% και κατατάχθηκε στη δεύτερη θέση με μερίδιο 32,1%.
Στην τρίτη θέση βρέθηκε το αέριο από τον ΤΑΡ μέσω Νέας Μεσημβρίας με μερίδιο 18,5% (0.91 ΤWh), για το οποίο καταγράφηκε αύξηση 31,7% σε σχέση με τον Φεβρουάριο 2023. Οι εισαγωγές από την τέταρτη πύλη εισόδου τους Κήπους στην Τουρκία ήταν μηδενικές για δεύτερο συνεχόμενο μήνα.
Εισαγωγές ρωσικού αερίου στην Ελλάδα
Σύμφωνα με την ανάλυση, όσον αφορά στο ορυκτό αέριο που προέρχεται από τη Ρωσία, υπάρχουν δύο πύλες εισόδου. Η μία είναι από το Σιδηρόκαστρο μέσω του αγωγού Turkstream και η δεύτερη είναι, σε μορφή υγροποιημένου ορυκτού αερίου (LNG), από την πύλη της «Αγίας Τριάδας».
H ενεργειακή κρίση, που επιδεινώθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, είχε ως αποτέλεσμα την αισθητή μείωση των εισαγωγών ρωσικού αερίου από τον Turkstream ήδη από τον Απρίλιο του 2022. Αυτό αποτυπώθηκε και στη μείωση του ρωσικού αερίου από τον αγωγό κατά 86,2% την περίοδο του υποχρεωτικού στόχου μείωσης (Αύγουστος 2022 ― Μάρτιος 2023) σε σχέση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους.
Για πρώτη φορά ρωσικό αέριο με τη μορφή LNG εισήχθη στη χώρα τον Οκτώβριο του 2022, λίγους μήνες δηλαδή μετά την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία. Μέχρι και τα μισά του 2023, πρώτη πηγή εισαγωγών στη χώρα ήταν το LNG (εξαιρουμένου του ρωσικού LNG) από την πύλη της Αγίας Τριάδας.
Τον Ιούνιο του 2023, ήταν ο πρώτος μήνας που το ρωσικό αέριο (από αγωγό και LNG) έγινε η πρώτη πηγή εισαγωγών με μερίδιο 46%, ενώ δεύτερη ήταν το LNG από όλες τις υπόλοιπες χώρες πλην της Ρωσίας (μερίδιο 37%). Μάλιστα, αυτό συνεχίστηκε για όλους τους υπόλοιπους μήνες του 2023 μέχρι και τον Φεβρουάριο 2024.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατά την εννεάμηνη περίοδο Ιουνίου 2023 – Φεβρουαρίου 2024 οι συνολικές εισαγωγές ρωσικού αερίου ήταν τουλάχιστον 24,8 TWh, δηλαδή 30% περισσότερες από την αντίστοιχη εννιάμηνη περίοδο πριν την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία (19.07 TWh μεταξύ Ιουνίου 2021 και Φεβρουαρίου 2022). Παρατηρείται, λοιπόν, πως οι εισαγωγές ρωσικού αερίου, όχι απλά αυξήθηκαν, αλλά ξεπέρασαν και τα επίπεδα προ ενεργειακής κρίσης. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν οι εισαγωγές ρωσικού LNG, καθώς κατά την εννιάμηνη περίοδο Ιούνιος 2023 ― Φεβρουάριος 2024 τουλάχιστον το 29,2% των συνολικών εισαγωγών ρωσικού αερίου ήταν με τη μορφή LNG.
Ο στόχος μείωσης 15%
Τον Μάρτιο του 2023, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να συνεχιστεί εθελοντικά από τα κράτη-μέλη η προσπάθεια μείωσης της κατανάλωσης αερίου κατά 15% για την περίοδο Απρίλιος 2023 ― Μάρτιος 2024, σε σύγκριση με την περίοδο αναφοράς από την 1η Απριλίου 2017 έως την 31η Μαρτίου 2022.
Εξετάζοντας λοιπόν την μέχρι τώρα επίδοση της Ελλάδας, προκύπτει ότι για το ενδεκάμηνο Απρίλιος 2023 ― Φεβρουάριος 2024, η χώρα δεν κατάφερε να φτάσει τον ευρωπαϊκό στόχο μείωσης. Συγκεκριμένα, η συνολική κατανάλωση το ενδεκάμηνο ήταν 49,45 ΤWh, κατά 2,74 ΤWh μεγαλύτερη από τον στόχο (46,72 ΤWh). Η κατανάλωση αυτή αντιστοιχεί σε ποσοστιαία μείωση 10% σε σχέση με τον μέσο όρο της περιόδου αναφοράς (54,96 ΤWh), δηλαδή πέντε ποσοστιαίες μονάδες πιο χαμηλά από τον στόχο του 15%.