Σε μία ιστορική αλλαγή, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας τερμάτισε το αρνητικό της επιτόκιο και μαζί και το πιο επιθετικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στη σύγχρονη ιστορία της, παρότι ο δρόμος για περαιτέρω επιτοκιακές αυξήσεις είναι αβέβαιος. Η κίνηση αυτή λαμβάνει χώρα την ώρα που οι κορυφαίες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, Fed, ΕΚΤ και Τράπεζα της Αγγλίας, ετοιμάζονται για την πρώτη επιτοκιακή τους μείωση τον Ιούνιο, μετά τον πιο επιθετικό κύκλο σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής των τελευταίων ετών. Η ιαπωνική κεντρική τράπεζα ήταν η τελευταία που διατηρούσε αρνητικό επιτόκιο.
Σε μία συμβολική κίνηση, αύξησε το επιτόκιό της από το -0,1% στο εύρος διακύμανσης 0 έως 0,1%, αφότου ο πληθωρισμός ξεπέρασε το στόχο του 2% και οι αυξήσεις των μισθών ήταν οι υψηλότερες από το 1991. Ταυτόχρονα, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας κατήργησε τον έλεγχο της καμπύλης των αποδόσεων, ένα μηχανισμό με τον οποίο ήλεγχε την κίνηση στο κόστος δανεισμού των 10ετών ιαπωνικών κρατικών ομολόγων. Σταματά τις αγορές διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων και επενδυτικών κεφαλαίων στο real estate και μειώνει τις αγορές εταιρικών ομολόγων, ενώ θα συνεχίσει να αγοράζει ιαπωνικά κρατικά ομόλογα. Να σημειωθεί ότι η ιαπωνική κεντρική τράπεζα άρχισε να αγοράζει ριψοκίνδυνο ενεργητικό, όπως τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία το 2010, αποτελώντας το μεγαλύτερο μεμονωμένο κάτοχο ιαπωνικών μετοχών.
Ωστόσο, ο τόνος που έδωσε ο διοικητής Καζούο Ουέντα ήταν ιδιαίτερα ήπιος (dovish) και δεν σηματοδοτεί ότι η πρώτη επιτοκιακή αύξηση σε διάρκεια 17 ετών θα αποτελέσει την απαρχή ενός κύκλου σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής, όπως συνέβη στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Το γεγονός δε, ότι δεν έδωσε κατευθυντήρια γραμμή για τη μελλοντική νομισματική πολιτική αφήνει τις αγορές στο σκοτάδι για το πότε και εάν θα συνεχιστούν οι αυξήσεις, οδηγώντας το γιέν σε πτώση, κοντά στο επίπεδο των 150 έναντι του δολαρίου.
Η παρατεταμένη πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης που ακολούθησε ο προκάτοχος του Ουέντα, Χαρουχίτο Καρούντα, επέκτεινε τον ισολογισμό της ιαπωνικής κεντρικής τράπεζας σε σημείο που να αντιπροσωπεύει σήμερα το 127% του ετήσιου ΑΕΠ - είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερος σε σχέση με την αντίστοιχη αναλογία της Φέντεραλ Ριζέρβ στις ΗΠΑ.
Πόσο λειτούργησαν τα αρνητικά επιτόκια
Σαφώς βοήθησαν την Ιαπωνία να αποφύγει μία βαθύτερη σπείρα αποπληθωρισμού. Ωστόσο, χρειάστηκε να μεσολαβήσει η κρίση στην αλυσίδα εφοδιασμού στη διάρκεια της πανδημίας του Covid και ο πόλεμος στην Ουκρανία για να πυροδοτήσουν απότομη αύξηση στο κόστος εισαγόμενης ενέργειας, πρώτων υλών και τροφίμων και να οδηγήσουν τον πληθωρισμό πάνω από το στόχο του 2%. Η παρατεταμένη χρήση των αρνητικών επιτοκίων έπληξε την κερδοφορία των ιαπωνικών τραπεζών και ασκούσε πτωτικές πιέσεις στο γιέν την ώρα που οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες είχαν αυξήσει τα επιτόκια, καθιστώντας λιγότερο ελκυστικό το ιαπωνικό νόμισμα στους ξένους επενδυτές. Το εξασθενημένο γιέν επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το κόστος εισαγόμενων αγαθών, βαραίνοντας τους καταναλωτές, οι οποίοι δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στο αυξανόμενο κόστος διαβίωσης.
Τον τελευταίο καιρό, οι ιαπωνικές επιχειρήσεις άρχισαν να κάνουν μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις, δημιουργώντας προσδοκίες ότι αυτό θα ωθήσει τα νοικοκυριά να δαπανήσουν περισσότερο, προσφέροντας στήριγμα στην οικονομία. Για πολλά χρόνια, οι χαμηλές τιμές είχαν βυθίσει την οικονομία σε έναν καθοδικό κύκλο στη διάρκεια του οποίου μείωναν συνεχώς το κόστος για να παραμένουν ανταγωνιστικές ακόμη και σε βάρος των κερδών τους. Αυτό το καθοδικό σπιράλ λειτουργούσε ως τροχοπέδη σε επενδύσεις και αυξήσεις μισθών, επιβαρύνοντας την κατανάλωση. Τώρα, ο πρωθυπουργός Φούμιο Κισίντα ευελπιστεί ότι θα συμβεί το αντίθετο, αύξηση επενδύσεων, τιμών και μισθών.
Χαμένοι και κερδισμένοι
Η κυβέρνηση θα πληγεί από τα υψηλότερα επιτόκια, καθώς αυτό θα αυξήσει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της, δεδομένου ότι η Ιαπωνία έχει το υψηλότερο χρέος στον ανεπτυγμένο κόσμο, υπερδιπλάσιο του μεγέθους της οικονομίας της. Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους προβλέπεται να φθάσει τα 180 δισ. δολάρια -περίπου το ένα-τέταρτο του ετήσιου προϋπολογισμού- το δημοσιονομικό έτος που αρχίζει τον Απρίλιο, σύμφωνα με το ιαπωνικό υπουργείο Οικονομικών.
Όμως, οι τράπεζες θα δουν την κερδοφορία τους να αυξάνεται από τις χορηγήσεις δανείων με υψηλότερα επιτόκια παρότι τα ομόλογα που διακρατούν θα επηρεαστούν αρνητικά από την αύξηση των μακροπρόθεσμων αποδόσεων. Οι αγοραστές κατοικιών θα επιβαρυνθούν επίσης με υψηλότερα επιτόκια στα στεγαστικά δάνεια και αυτό θα μπορούσε να περιορίσει τη δραστηριότητα στην αγορά ακινήτων. Επίσης, ένα ισχυρότερο γιέν θα μπορούσε να μειώσει το κόστος εισαγόμενων αγαθών δίδοντας ανάσα στα νοικοκυριά, όμως την ίδια στιγμή θα υπονόμευε την ανταγωνιστικότητα και τα κέρδη των εξαγωγών από τις διεθνείς δραστηριότητές τους.
Επιπλέον, η άνοδος του κόστους δανεισμού θα μπορούσε να πλήξει πολλές επιχειρήσεις χαμηλής κερδοφορίας και να αυξήσει τον αριθμό χρεοκοπιών, ειδικά μεταξύ των εταιρειών "ζόμπι" που παρέμεναν βιώσιμες χάρη στο φθηνό δανεισμό. Ο αριθμός αυτών των επιχειρήσεων έφθασε τις 251.000 το 2023, εκπροσωπώντας το 17,1% του συνόλου των επιχειρήσεων στην Ιαπωνία, σύμφωνα με έρευνα της Teikoku Databank.
Επιπτώσεις στις επενδύσεις - Τουρισμός
Το διεθνές επενδυτικό χαρτοφυλάκιο της Ιαπωνίας ανέρχεται στα 4 τρισ. δολάρια. Η άνοδος των επιτοκίων δεν πρόκειται να οδηγήσει σε σημαντικό επαναπατρισμό κεφαλαίου, αν και θα μπορούσε να επιβραδύνει τις εκροές. Οι Ιάπωνες επενδυτές είναι οι μεγαλύτεροι κάτοχοι αμερικανικών κρατικών ομολόγων εκτός ΗΠΑ, ενώ διακρατούν και το 10% του αυστραλιανού και ολλανδικού κρατικού χρέους.
Όσο για τον τουρισμό, η Ιαπωνία έχει αναδειχθεί σε προσιτό προορισμό καθώς και σε περιφερειακό κέντρο για αγορές λόγω του εξασθενημένου γιέν. Αυτό ώθησε τον αριθμό των τουριστών μηνιαίως σε άνω των 2 εκατομμυρίων. Τώρα, εάν το γιεν ενισχυθεί θα μπορούσε να περιορίσει τη ροή των τουριστών αλλά και του ρευστού.