Τις αβεβαιότητες τις οποίες αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία περιλαμβανομένου του κινδύνου για μια ισχυρότερη κρίση στην Μέση Ανατολή, περιγράφει η νέα εξαμηνιαία έκθεση του ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία World Economic Outlook που ανακοινώθηκε στο πλαίσιο εαρινής συνόδου του Ταμείου με την Παγκόσμια Τράπεζα.
Δίνει έμφαση στην ανάγκη για δημοσιονομική προσαρμογή καταγράφοντας την επιπλέον προσπάθεια που πρέπει να κάνουν τα κράτη. Επισημαίνει πως πολλά κράτη πρέπει να καταβάλουν σημαντική δημοσιονομική προσπάθεια για να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα του χρέους τους η οποία μπορεί να δεχθεί πίεση λόγω του εξαιρετικά εκτεταμένου φέτος εκλογικού κύκλου.
Για την παγκόσμια οικονομία αναφέρει πως η ανάπτυξη για το τρέχον και το επόμενο έτος αναμένεται να παραμείνει σταθερή στο 3,2%. Για τον πληθωρισμό το ΔΝΤ εκτιμά πως θα επιβραδύνεται από 2,8% στα τέλη του 2024 στο 2,4% στα τέλη του 2025.
Για την Ελλάδα το ΔΝΤ προβλέπει ανάπτυξη 2% φέτος (από 2,1% τον Ιανουάριο στην έκθεση βάση του Άρθρου 4), ενώ για το 2025 αναθεωρεί προς τα πάνω την πρόβλεψή του σε ρυθμό 2% από 1,6% προηγουμένως. Εκτιμά πως θα είναι οριακά πιο χαμηλός ο δείκτης τιμών καταναλωτή (άνοδος 2,7% και 2,2%) αλλά και ελαφρά βραδύτερη (στο 9,4% και στο 8,7% αντίστοιχα το 2024 και το 2025) η μείωση της ανεργίας.
Όπως σημειώνεται, παρά τη δυσμενή διεθνή συγκυρία το ΔΝΤ προβλέπει ότι τα επόμενα 2 χρόνια η Ελλάδα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με υψηλότερους ρυθμούς από την Ευρωζώνη, η ανεργία θα συνεχίσει να μειώνεται ενώ ο πληθωρισμός σταδιακά επανέρχεται στο στόχο του 2%.
Πιο συγκεκριμένα, και σε σχέση με τις προβλέψεις Οκτωβρίου 2023, αμετάβλητη παραμένει η πρόβλεψη του ΔΝΤ για ανάπτυξη 2% το 2024 στην Ελλάδα (6η υψηλότερη στην Ευρωζώνη), παρά τη σημαντική προς τα κάτω αναθεώρηση για το σύνολο της Ευρωζώνης (0,8% έναντι 1,2% που προβλεπόταν τον Οκτώβριο).
Παράλληλα και το 2025 η Ελλάδα προβλέπεται να καταγράψει υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (1,9% έναντι 1,5%).
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωζώνη προβλέπεται μείωση πληθωρισμού για το 2024 και το 2025, χρονιά κατά την οποία ο πληθωρισμός αναμένεται να επιστρέψει πολύ κοντά στον στόχο του 2%. Τέλος, στην Ελλάδα αναμένεται συνέχεια στην πτώση της ανεργίας φέτος και του χρόνου (9,4% και 8,7%) αντίστοιχα, πλησιάζοντας ακόμα περισσότερο τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (6,6% και 6,4% τα επόμενα δύο χρόνια). Επιπλέον, προβλέπεται περαιτέρω βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας τα επόμενα δύο χρόνια.
Η παγκόσμια οικονομία
Για την παγκόσμια οικονομία αναφέρει το ΔΝΤ πως στο μέλλον οι υπεύθυνοι χάραξης οικονομικών πολιτικών, θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα σε μέτρα που θα συμβάλλουν στην διατήρηση ή ακόμη και στην βελτίωση της ανθεκτικότητας της παγκόσμιας οικονομίας.
Η πρώτη τέτοια προτεραιότητα, είναι η δημιουργία δημοσιονομικών αποθεμάτων ασφαλείας. Ακόμα και αν ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται, τα πραγματικά επιτόκια παραμένουν υψηλά και η δυναμική του δημοσίου χρέους έχει γίνει λιγότερο ευνοϊκή, αναφέρει το ΔΝΤ.
Κατά συνέπεια, μία αξιόπιστη πολιτική δημοσιονομικής προσαρμογής μπορεί να συμβάλλει στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης, να βελτιώσει τις δημοσιονομικές προοπτικές και την χρηματοπιστωτική σταθερότητα. «Δυστυχώς τα σχέδια δημοσιονομικής προσαρμογής έως τώρα είναι ανεπαρκή και μπορεί να εκτροχιασθούν επιπλέον» λόγω των εκλογικών κύκλων.
Ειδικά στο πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής αναφέρεται πως δεν είναι ποτέ εύκολο να εφαρμοστεί, αλλά είναι καλύτερο να μην περιμένουμε η αγορά να υπαγορεύσει τους όρους με τους οποίους θα γίνει. Η σωστή προσέγγιση είναι να ξεκινήσουν τώρα, με αργά και σταθερά βήματα. Μόλις ο πληθωρισμός τεθεί υπό έλεγχο, αξιόπιστη μεσοπρόθεσμη στρατηγική διαχείρισης του χρέους θα «ανοίξει το δρόμο» για περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, αναφέρει το ΔΝΤ αναδεικνύοντας ως παράδειγμα την πολιτική που ασκήθηκε το 1993.
Για τους κινδύνους που υπάρχουν αναφέρει πως η κλιμάκωση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή και οι επιθέσεις στο μέτωπο της Ρωσίας μπορούν να ωθήσουν σε νέα αύξηση τιμών. Στον αντίποδα, πτωτικά θα μπορούσε να επηρεάσει μία επιβράδυνση της κινεζικής ζήτησης πετρελαίου σε συνδυασμό με ισχυρή αύξηση της προσφοράς εκτός ΟΠΕΚ, και πιθανόν με αύξηση της προσφοράς πετρελαίου από τον ΟΠΕΚ+ για την ανάκτηση μεριδίου αγοράς. Οι προοπτικές για την αύξηση της ζήτησης είναι εξαιρετικά αβέβαιες, αναφέρει.