Η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, υποβάθμισε την προοπτική οποιουδήποτε αρνητικού αντίκτυπου από την απόκλιση της νομισματικής πολιτικής μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, προειδοποιώντας ωστόσο ότι τα ζητήματα θα μπορούσαν να είναι πιο έντονα στις αναδυόμενες αγορές.
Ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων στις ΗΠΑ είναι παραδοσιακά κακά νέα για τις αναδυόμενες αγορές, καθώς καθιστά τα χρέη τους - που συχνά τιμολογούνται σε αμερικανικά δολάρια - πιο ακριβά. Μπορεί επίσης να προκαλέσει εκροές κεφαλαίων, καθώς οι επενδυτές «φεύγουν» και επιλέγουν καλύτερες αποδόσεις στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα την πυροδότηση πολύ αυστηρότερων χρηματοπιστωτικών συνθηκών, όπως μεταδίδει το CNBC.
«Ο αντίκτυπος των υψηλών επιτοκίων στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιο βαθύς – σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς και είναι πολύ σοβαρό ζήτημα», δήλωσε η Γκεοργκίεβα. «Βλέπουμε επίσης έκρυθμη την κατάσταση στην Ιαπωνία, και εκεί η προσοχή των φορέων χάραξης νομισματικής πολιτικής, πράγματι, πρέπει παρακολουθούν προσεκτικά τις διακυμάνσεις. Στην Ευρώπη, αυτό δεν συμβαίνει» πρόσθεσε.
Για την Ευρωζώνη, επεσήμανε πως «δεν ανησυχούμε πολύ για τις επιπτώσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας», προσθέτοντας ότι η ανάλυση του ΔΝΤ έδειξε ότι η διαφορά 50 μονάδων βάσης μεταξύ των επιτοκίων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας «είναι πιθανό να οδηγήσει σε μια ελάχιστη ή 0,1 έως 0,2% μετατόπιση της συναλλαγματικής ισοτιμίας». «Και αυτό σημαίνει ότι εδώ στην Ευρώπη, δεν είναι μεγάλο ζήτημα», κατέληξε.
Υπενθυμίζεται πως τα επιτόκια των περισσότερων αναπτυγμένων οικονομιών εκτινάχθηκαν στα ύψη τα τελευταία χρόνια, καθώς οι κεντρικές τράπεζες πασχίζουν να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό μετά την πανδημία του Covid-19. Πλέον, οι τράπεζες καλούνται να μειώσουν τα επιτόκια για να μην πλήξουν την ανάπτυξη, αν και τα σήματα στις ΗΠΑ υποδηλώνουν ότι οι περικοπές στο κόστος δανεισμού μπορεί να απέχουν ακόμη μερικούς μήνες.