Προπύργιο χρηματοδότησης της Ευρώπης αλλά και κορυφαίο χρηματοπιστωτικό κέντρο, μετά το Brexit, φιλοδοξεί να αναδειχθεί το Παρίσι, με τον Εμανουέλ Μακρόν να προσπαθεί να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Με αφορμή τη σύνοδο κορυφής «Επιλέξτε τη Γαλλία», που συγκεντρώνει διευθύνοντες συμβούλους και κορυφαία επιχειρηματικά στελέχη από ολόκληρο τον κόσμο στο Παλάτι των Βερσαλλιών, οι μέχρι τώρα ανακοινώσεις στον χώρο του επιχειρείν αντικατοπτρίζουν την «ελκυστικότητα του γαλλικού κεφαλαίου».
Ο Γάλλος πρόεδρος, πιο αισιόδοξος για τις προοπτικές της γαλλικής οικονομίας αφού εξασφάλισε επενδύσεις ύψους 15 δισ. ευρώ από κολοσσούς, όπως Morgan Stanley και Microsoft, έχει βάλει πλώρη για ένα μεγαλόπνοο σχέδιο, να δημιουργήσει περισσότερους ευρωπαίους πολυεθνικούς «πρωταθλητές», με το Παρίσι κορυφαίο κέντρο χρηματοδότησης και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Για τον λόγο αυτό, όπως είπε σε συνέντευξή του στο Bloomberg, ο Μακρόν τάσσεται υπέρ της αύξησης των διασυνοριακών συμφωνιών, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να «σπάσουν» πολλά από τα ευρωπαϊκά ταμπού στο σημερινό κόσμο του κατακερματισμού του παγκόσμιου εμπορίου που κυριαρχείται από δασμούς, κρατικές επιδοτήσεις και μία ατελείωτη κούρσα τεχνολογικών εξοπλισμών. Υπογράμμισε την ανάγκη μεγαλύτερης ενοποίησης στην ΕΕ, όχι μόνο τραπεζική, αλλά και στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες, στην χρηματοδότηση, στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας για τόνωση της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας της Ευρώπης.
Ο Μακρόν πρεσβεύει ότι η επίτευξη ευρωπαϊκών συμμαχιών και κοινοπραξιών θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα προς μια στενότερη συνεργασία, παρόμοια με αυτή που ανακοίνωσε στη Γερμανία η Taiwan Semiconductor Manufacturing Co. μαζί με τρεις άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες. Ακόμη ένα βήμα στο σχέδιό του είναι η ανάπτυξη μιας πιο βιώσιμης πελατειακής βάσης για πολλά υποσχόμενες νεοφυείς επιχειρήσεις, όπως η Mistral AI, είτε δίνοντας κίνητρα - είτε ακόμη και εξαναγκάζοντας - μεγάλους εταιρικούς πελάτες να αγοράσουν ευρωπαϊκά. Στο πλαίσιο αυτό, ο προϋπολογισμός της ΕΕ θα πρέπει να αυξηθεί κατά 1 τρισ. ευρώ για να συνοδεύσει την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων με τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών προϊόντων και αποταμιεύσεων. «Χρειαζόμαστε πολύ περισσότερες επενδύσεις με βάση τον κοινό προϋπολογισμό», δήλωσε ο Μακρόν.
Ωστόσο, οι προτάσεις του έχουν δεχτεί την έντονη αντίθεση από τη Γερμανία και τους παραδοσιακούς συμμάχους της, οι οποίοι διστάζουν να συνενώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις με την υπόλοιπη ΕΕ και να προχωρήσουν στη δημιουργία μίας ενιαίας αγοράς κεφαλαίου.
Τα μεγάλα προβλήματα του ευρωπαϊκού επιχειρείν
Η Ευρώπη διαθέτει μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες του πλανήτη και μια αγορά 440 εκατομμυρίων καταναλωτών - και, χάρη στην LVMH Moet Hennessy Louis Vuitton (LVMH), η Γαλλία φιλοξενεί επίσης τον πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο. Αλλά σε γενικές γραμμές, από τα χρηματιστήρια μέχρι τις τηλεπικοινωνίες και τις τράπεζες, τα εθνικά σύνορα εξακολουθούν να κρατούν πίσω την Ευρώπη. Παρά το παρόμοιο μέγεθος της οικονομίας με τις ΗΠΑ και την Κίνα, οι εταιρείες της δυσκολεύονται να αποκτήσουν οικονομία κλίμακας: Το χάσμα εσόδων μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών και των ανταγωνιστών τους στις ΗΠΑ είναι περίπου 6 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με τη McKinsey, και σε τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι αεροπορικές εταιρείες και άμυνας, αυτό ισοδυναμεί με έλλειμμα 30%.
Επίσης, σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι αμερικανικές επιχειρήσεις με προσωπικό άνω των 250 ατόμων εκπροσωπούν το 60% του συνόλου στις ΗΠΑ συγκριτικά με το πολύ μικρότερο ποσοστό στην Ευρώπη που κυμαίνεται από το χαμηλό του 12% στην Ελλάδα έως το υψηλό του 37% στη Γερμανία. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είναι μικρότερες και υπόκεινται σε διάφορους περιορισμούς. Η ΕΕ έχει χάσει 20% σε παραγωγικότητα από το 1990 έως σήμερα, επειδή οι επιχειρήσεις της δεν κατάφεραν να αδράξουν τα οφέλη της ψηφιακής τεχνολογίας, σύμφωνα με την Ίζαμπελ Σνάμπλε, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ.
Ως γνωστόν, οι εθνικές προτιμήσεις είναι πολύ δύσκολο να απομακρυνθούν - ακόμη και σε μια εποχή που η ευρωπαϊκή ενότητα είναι περισσότερο από επιτακτική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η βιομηχανία ημιαγωγών, βασικό μέτωπο του σινο-αμερικανικού εμπορικού πολέμου. Ενώ η Ευρώπη διαθέτει έναν παγκόσμιο πρωταθλητή όσον αφορά την προμήθεια εξοπλισμού κατασκευαστών τσιπ υψηλών προδιαγραφών, την ολλανδική ASML Holding, παίκτες όπως η STMicroelectronics και η Infineon Technologies φαίνονται μικροσκοπικοί δίπλα σε ονόματα όπως Intel και Nvidia. Το μερίδιο αγοράς της Ευρώπης σε τσιπ είναι περίπου 10%, με την Ευρώπη να έχει διαθέσει 24,1 δισ.δολάρια για την χρηματοδότηση της βιομηχανίας ημιαγωγών σε τρεις χώρες Γαλλία, Γερμανία και Ολλανδία συγκριτικά με τα 32,8 δισ. δολάρια των ΗΠΑ.
Έκθεση για την τεχνητή νοημοσύνη από Γάλλους ειδικούς διαπίστωσε ότι μία πιο ενοποιημένη Ευρώπη θα μπορούσε να ξεκλειδώσει επιπλέον 7,7 δισ. ευρώ. Αλλά υπάρχει ένα πολιτικό τίμημα που οι ηγέτες δεν θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν. Και αυτό αποτυπώνεται στο γεγονός ότι εμπόδισαν διασυνοριακές συμφωνίες για την κατασκευή τσιπ για λόγους εθνικής ασφάλειας: Τα δεδομένα συγχωνεύσεων και εξαγορών δείχνουν ότι οι συμφωνίες ημιαγωγών μειώθηκαν μετά την πανδημία φθάνοντας πέρυσι το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο δεκαετιών. Και σε άλλους τομείς, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι ευρωπαϊκές αντιμονοπωλιακές ρυθμιστικές αρχές δεν φαίνονται πεπεισμένες ότι οι μεγάλες συγχωνεύσεις θα άξιζαν τον κίνδυνο για τους καταναλωτές. Επίσης, παρά τις πολλές προσπάθειες να αναδημιουργηθούν γαλλο-γερμανοί «πρωταθλητές» σε τομείς που βασίζονται στην τεχνολογία, όπως το cloud computing και οι μπαταρίες, καμία δεν έχει απογειωθεί.
Η Γαλλία κόμβος για ξένες τράπεζες
«Επιλέξαμε τη Γαλλία - είναι ένας πολύ, πολύ σημαντικός κόμβος για εμάς εδώ στην ήπειρο», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs, Ντέιβιντ Σόλομον, David Solomon.
Η Γαλλία φιλοξενεί πολλές από τις μεγαλύτερες τράπεζες στη ζώνη του ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της BNP Paribas με ισολογισμό 2,7 τρισ. ευρώ που είναι αρκετός για να ανταγωνιστεί το ΑΕΠ πολλών χωρών. Η τράπεζα χαρακτηρίζεται ως η JPMorgan Chase & Co. της Ευρώπης, ωστόσο η χρηματιστηριακή της αξία των 80 δισ. ευρώ είναι κατά πολύ χαμηλότερη από αυτή των κορυφαίων τραπεζών των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Μακρόν, η αδυναμία της BNP να πραγματοποιήσει διασυνοριακές συγχωνεύσεις εγείρει «αρκετά ζητήματα».
Μέρος του προβλήματος χρονολογείται από τη χρηματοπιστωτική κρίση, όταν μεμονωμένες κυβερνήσεις χρειάστηκε να παρέμβουν για να σώσουν τις εγχώριες τράπεζές τους, αποκαλύπτοντας τα ρήγματα στην ευρωπαϊκή αγορά. Οι πολιτικοί της περιοχής έχουν σημειώσει κάποια πρόοδο ως προς τη δημιουργία στενότερων δεσμών ως απάντηση στην επακόλουθη κρίση δημόσιου χρέους, παραδίδοντας εποπτικές εξουσίες στην ΕΚΤ και συστήνοντας κοινή αρχή για την εκκαθάριση των τραπεζών που κατέρρευσαν.
Αλλά το τελευταίο κομμάτι της λεγόμενης τραπεζικής ένωσης της Ευρώπης - η κοινή ασφάλιση καταθέσεων - απουσιάζει. Η Γερμανία και οι υπόλοιποι του Βορρά της έχουν μπλοκάρει τις προσπάθειες, υποστηρίζοντας ότι οι αποταμιευτές στη χώρα τους δεν θα πρέπει να σπεύσουν να καλύψουν τις ζημίες σε τράπεζες άλλων χωρών.
Υπάρχει επίσης και το θεμελιώδες ευρωπαϊκό πρόβλημα, το ότι τα κράτη μέλη διστάζουν να δουν τους εθνικούς «πρωταθλητές» τους να αγοράζονται από μεγαλύτερους αντιπάλους, ακόμα κι αν αυτό συμβάλλει στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομίας στο σύνολό της.
Γιατί η Γαλλία έχει μείνει πίσω
Σε συνδυασμό με φορολογικές περικοπές για τις επιχειρήσεις και την αναθεώρηση του εργασιακού καθεστώτος για να διευκολυνθούν οι προσλήψεις και οι απολύσεις, η πολιτική Μακρόν έφερε την ανεργία σε χαμηλά 40 ετών και ώθησε την ανάπτυξη της Γαλλίας σε επίπεδα υψηλότερα των υπολοίπων χωρών. Τώρα όμως, η οικονομία δυσκολεύεται να ανακάμψει από την κρίση πληθωρισμού, το ποσοστό ανεργίας έχει σταματήσει να υποχωρεί, ενώ ο ίδιος ο Μακρόν αγωνίζεται να χαλιναγωγήσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού με το χρέος σε ανοδική τροχιά. Την ίδια στιγμή, επιχειρήσεις αντιμέτωπες με το υψηλό ενεργειακό κόστος και την έλλειψη παραγωγικότητας, απειλούν να μεταφέρουν αλλού τις δραστηριότητές τους.
Η TotalEnergies, μία γαλλική εταιρεία με δυνατότητα να γίνει πρωταθλητής Ευρώπης, απειλεί να μεταφερθεί στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης επικαλούμενη την επιβάρυνση από το κοινοτικό ρυθμιστικό πλαίσιο για την κλιματική αλλαγή, το οποίο, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλό της, περιορίζει την πρόσβαση των πετρελαϊκών στο κεφάλαιο, πιέζοντας τις αποτιμήσεις τους. Η κεφαλαιοποίηση των 165 δισ. ευρώ της Total θα ήταν 40% υψηλότερη εάν τα κέρδη της αποτιμούνταν στην ίδια βάση με αυτή των αμερικανών ανταγωνιστών της, όπως Exxon Mobil, σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg.
Φώτο: Getty Images