Έτοιμοι να πιέσουν τις Βρυξέλλες να πατάξουν τις τακτικές των πολυεθνικών εταιρειών είναι οι υπουργοί οκτώ χωρών της ΕΕ, για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της ακρίβειας στα τρόφιμα που μοιάζει να αποτελεί άλυτο πρόβλημα για την οικονομία της περιοχής.
Όπως αναφέρουν οι Financial Times, οι υπουργοί θα ζητήσουν από την ΕΕ να αντιμετωπίσουν τις πολυεθνικές που αναγκάζουν τους λιανοπωλητές να πληρώνουν εντελώς διαφορετικές τιμές για το ίδιο επώνυμο προϊόν, όπως η σοκολάτα ή τα μπισκότα, γεγονός που εκτιμάται ότι κοστίζει στους καταναλωτές 14 δισ. ευρώ ετησίως.
Οκτώ κυβερνήσεις, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, θα παρουσιάσουν ένα έγγραφο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητώντας της να σκληρύνει τους κανόνες της ενιαίας αγοράς για να σταματήσει τις αποτελεσματικές απαγορεύσεις στο λεγόμενο παράλληλο εμπόριο, στο οποίο οι έμποροι λιανικής αγοράζουν προϊόντα φθηνότερα από άλλο κράτος μέλος.
Υπενθυμίζεται ότι οι αντιμονοπωλιακές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέβαλαν την Πέμπτη (23/5/2024) πρόστιμο ύψους 337,5 εκατ. ευρώ στη αμερικανική Mondelez, για παρεμπόδιση του διασυνοριακού εμπορίου σοκολάτας, μπισκότων και προϊόντων καφέ μεταξύ των κρατών μελών, κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ. Όπως ανέφεραν οι αρχές, η κατασκευάστρια εταιρία της σοκολάτας Côte d'Or, των κράκερ Ritz και των μπισκότων Oreo συνήψε αντιανταγωνιστικές συμφωνίες για να διατηρήσει τις τιμές υψηλότερες, μην επιτρέποντας σε χονδρεμπόρους να αγοράζουν μπισκότα, σοκολάτα και καφέ σε ένα κράτος μέλος, όπου οι τιμές μπορεί να είναι χαμηλές και να πωλούν σε άλλο. «Αυτό είναι παράνομο», δήλωσε η Margrethe Vestager, Επίτροπος Ανταγωνισμού, σχετικά με την απαγόρευση.
Ωστόσο, οι κυβερνήσεις και οι έμποροι λιανικής τονίζουν ότι αυτές οι πρακτικές είναι κοινές σε όλη την ενιαία αγορά της Ευρώπης, η οποία υποτίθεται ότι θα εξαλείψει τέτοιους φραγμούς στο εμπόριο εντός της Ένωσης.
Μικρότερες χώρες όπως το Βέλγιο, η Κροατία, η Δανία και η Ελλάδα είναι μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν μια πρόταση από την Ολλανδία για τον τερματισμό των αποκαλούμενων «εδαφικών περιορισμών εφοδιασμού» (TSCs), όπως η πρόταση περιέγραψε ως «διαφορετικές τιμές εντός της ΕΕ για πανομοιότυπα προϊόντα».
Η ομάδα των οκτώ χωρών θέλει ρητή απαγόρευση συμβάσεων που περιέχουν τέτοιους όρους και την κατάργηση της απαίτησης να παρέχονται μακροσκελείς ετικέτες σε μια τοπική γλώσσα. Αυτό θα μπορούσε να αντικατασταθεί από έναν κωδικό QR που οδηγεί τους πελάτες σε έναν ιστότοπο στη γλώσσα τους.
Οι έρευνες για θέματα ανταγωνισμού, όπως η έρευνα για τη Mondelez, είναι χρονοβόρες και βασίζονται σε στοιχεία από χονδρεμπόρους και λιανοπωλητές που είναι διστακτικοί.
«Αν προσπαθήσετε να αγοράσετε επώνυμα προϊόντα από άλλη χώρα, ο παραγωγός θα κόψει την προσφορά. Και για μερικές μεγάλες μάρκες πρέπει να υπάρχει απόθεμα», ανέφερε στέλεχος λιανικής, που αρνήθηκε να κατονομαστεί, στους Financial Τimes.
Έρευνα της ολλανδικής κυβέρνησης διαπίστωσε ότι TSCs εφαρμόζονται σε 1 στα 25 προϊόντα, με τιμές κατά μέσο όρο 10% υψηλότερες από ό,τι στις φθηνότερες αγορές.
Μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε 16 κράτη-μέλη το 2020 διαπίστωσε ότι τα TSCs κοστίζουν στους καταναλωτές 14,1 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Ο Micky Adriaansens, υπουργός Οικονομίας της Ολλανδίας, δήλωσε: «Η άρση των εμπορικών φραγμών θα πρέπει να είναι βασική προτεραιότητα για την ενιαία αγορά. Αυτό βοηθά στο να διατηρούνται δίκαιες οι τιμές λιανικής, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιόδους υψηλών τιμών καταναλωτή».
«Τα οκτώ κράτη-μέλη προτείνουν έναν συγκεκριμένο τρόπο για την απαγόρευση των TSCs από την ΕΕ, τροποποιώντας υπάρχοντες ή με νέους κοινούς κανόνες», πρόσθεσε.
Ερωτηθείς από δημοσιογράφους εάν χρειάζονται νέοι κανόνες, η Vestager είπε: «Είναι παράνομο να εμποδίζουμε τους εμπόρους να αγοράζουν σε ένα κράτος-μέλος και να πωλούν σε ένα άλλο».