Διαφοροποιήθηκε έναντι της Standard & Poors οίκος Fitch μη αναβαθμίζοντας τελικώς το outlook, σε θετικό και διατηρώντας έτσι μια στάση αναμονής.
Ο οίκος Fitch έχοντας δώσει την επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ-) στην Ελλάδα στις αρχές Δεκεμβρίου διατήρησε σταθερό και το outlook. Η κίνηση του οίκου ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη καθώς σε ένα διάστημα έξι μηνών είναι αρκετά σύντομο για να προβεί σε νέα κίνηση.
Στα σημεία που εστιάζει είναι:
Σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα: Η Fitch προβλέπει συνεχή μείωση του ονομαστικού ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης στο 0,8% του ΑΕΠ το 2025, με πρωτογενή πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,3% το 2024-2025 (από 1,9% το 2023). Οι πρόσφατες επιδόσεις ενισχύθηκαν από τα ισχυρότερα έσοδα και τη συγκράτηση των δαπανών.
Ο αμερικανικός οίκος βλέπει μια ισχυρή δέσμευση για μια δημοσιονομική σύνεση από την κυβέρνηση, με το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο της κυβέρνησης να στηρίζεται σε συντηρητικές υποθέσεις για τα έσοδα σε μια περιόδο που οι αρχές προχωρούν σε φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις για την αύξηση των εσόδων (συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της φοροδιαφυγής μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων και της προώθησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών). Η επιτυχής αύξηση των εσόδων θα μπορούσε να δημιουργήσει κάποιο δημοσιονομικό χώρο, αν και το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο θέτει ορισμένα όρια στις πρόσθετες δαπάνες.
Η Fitch αναμένει ότι ο συνδυασμός ισχυρών δημοσιονομικών μεγεθών, σταθερού κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και μια μέτριας ονομαστικής ανάπτυξης θα συνεχίσει να οδηγεί τον δείκτη δημόσιου χρέους χαμηλότερα, στο 147,3% το 2025 (από 161,9% το 2023) και κάτω από 140% το 2028. Αυτό θα αποτελούσε μια ουσιαστική προσαρμογή (ο δείκτης έφτασε στο 207% το 2020), αλλά θα εξακολουθούσε να αφήνει το χρέος σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από το μέσο επίπεδο αξιολόγησης «BBB» (55%) και της Ευρωζώνης (89,9%). Το ευνοϊκό προφίλ χρέους της χώρας - μεγάλη ωρίμανση, χωρίς να έχει έκθεση σε FX και υψηλό ποσοστό αυτού με ευνοϊκούς όρους- μειώνει σημαντικά τους κινδύνους μεταβλητότητας και έκθεσης των αγορών, ενώ τα μεγάλα ταμειακά διαθέσιμα (35 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο) χρησιμεύουν ως «απόθεμα ασφαλείας» και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μια περαιτέρω μείωση των επιπέδων χρέους.
Ο οίκος επισημαινει πως υπάρχει κάποια αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές προσαρμογές των αποθεματικών αλλά δεν αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά το ιστορικό της Ελλάδας για βελτιωμένη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών. Οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις είναι περίπου 29 δισ. ευρώ (12% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων 17 δισ. ευρώ από το σύστημα προστασίας περιουσιακών στοιχείων του «Ηρακλής»), ενώ μια πιθανή απόφαση της Eurostat το επόμενο έτος να αναταξινομήσει τους αναβαλλόμενους τόκους των δανείων του EFSF θα μπορούσε να προσθέσει 12 δισ. ευρώ (5,6%) στο απόθεμα χρέους. «Αυτό δεν θα επηρεάσει τις ακαθάριστες απαιτήσεις χρηματοδότησης ή τις προσδοκίες μας για συνεχιζόμενη απομόχλευση του δημόσιου χρέους. Η ιδιωτικοποίηση προσφέρει επίσης κάποια θετικά αποτελέσματα», αναφέρει η Fitch.
Η Fitch αναμένει ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 2,3% το 2024 και στο 2,4% το 2025 (από 2% το 2023), σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (1,1%), υποστηρίζοντας έτσι τη προσπάθεια της χώρας να συγκλίνει σε εισοδηματικό επίπεδο. Η οικονομική ανάπτυξη θα υποστηριχθεί από τις αυξήσεις των πραγματικών μισθών, τη συνεχή αύξηση της απασχόλησης και τις σταθερές επενδύσεις. «Αναμένουμε ότι οι επενδύσεις που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) να επιταχυνθούν, με την απορρόφηση των επιχορηγήσεων να κορυφώνεται στο 3% του ΑΕΠ το 2026 από 1% το 2023, με θετικές επιπτώσεις στις ιδιωτικές επενδύσεις και την κατανάλωση», αναφέρουν οι αναλυτές.
Η συνιστώσα των δανείων του RRF (ανέρχονται συνολικά σε 17,7 δισ. ευρώ, 7,4% του ΑΕΠ) θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να απορροφηθεί καθώς διοχετεύεται μέσω διευκολύνσεων δανεισμού. Αυτό σημαίνει ότι ο επενδυτικός κύκλος RRF είναι πιθανό να επεκταθεί πέρα από το 2026, μειώνοντας τους κινδύνους ξαφνικής επιβράδυνσης της ανάπτυξης το 2027. Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας επιβαρύνονται από τις χαμηλές αποταμιεύσεις - επενδύσεις στην οικονομία και τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία, αν και ισχυρή δέσμευση για μεταρρυθμίσεις (ιδιαίτερα από την πλευρά της προσφοράς) θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη υψηλότερης και πιο ανθεκτικής ανάπτυξης.
Η ανάκαμψη της Ελλάδας συνοδεύτηκε από μια σταθερή βελτίωση της αγοράς εργασίας - με την ανεργία επί του παρόντος να βρίσκεται σε χαμηλό 15ετίας (10,2% τον Μάρτιο) - αύξηση της απασχόλησης και με μια μέτρια αύξηση στη συμμετοχή. Η Fitch βλέπει μια περαιτέρω σταδιακή μείωση της ανεργίας τα επόμενα δύο χρόνια, αλλά οι κίνδυνοι έλλειψης εργατικού δυναμικού αυξάνονται, ιδιαίτερα μεταξύ των τομέων έντασης εργασίας όπως ο τουρισμός και οι κατασκευές.
Οι αρχές εστιάζουν σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων για την αύξηση του εργατικού δυναμικού, αλλά η πίεση στους μισθούς είναι πιθανό να αυξηθεί. Επί του παρόντος, η δυναμική των μισθών είναι σχετικά υποτονική (4%), αλλά υπάρχει ο κίνδυνος να έχουν πιο επίμονες επιπτώσεις στον πληθωρισμό και πιθανώς να επηρεάσουν την ανταγωνιστικότητα μεσοπρόθεσμα.
Οι χαμηλότερες τιμές των εμπορευμάτων και η έντονη αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών συνέβαλαν σε μια ταχεία μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2023, αν και στο 6,3% του ΑΕΠ παραμένει μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωζώνη. Ο οίκος αναμένει μια πιο σταδιακή μείωση του το 2024-2025, εν μέρει λόγω της προβλεπόμενης ανάκαμψης της εξωτερικής ζήτησης για αγαθά και της συνεχιζόμενης ισχυρής απόδοσης του τουρισμού (τα κέρδη ήταν ρεκόρ 18 δισ. ευρώ το 2023). Οι σταθερές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων και οι ροές κεφαλαίων θα ενισχύσουν επίσης την εξωτερική θέση της οικονομίας. Στο 120,6% του ΑΕΠ το 2023, το καθαρό εξωτερικό χρέος είναι πολύ πάνω από το διάμεσο «BBB» (3%), αν και βρίσκεται σε χαμηλό δεκαετίας και θα συνεχίσει να μειώνεται σταδιακά μεσοπρόθεσμα.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν διατηρήσει υψηλή ρευστότητα και ισχυρή κερδοφορία, υποστηριζόμενες από τα υψηλότερα επιτόκια, την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης και την εξυγίανση των ισολογισμών. Ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου αυξήθηκε στο 18,8% στο τέλος του 2023, ελαφρώς μόλις χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης του 19,7%. Ο δείκτης των ενοποιημένων μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε περαιτέρω στο 6,2% στα τέλη του 2023 (από 8,7% στα τέλη του 2022) και ο οίκος αναμένει ότι αυτός ο δείκτης θα μειωθεί περαιτέρω το 2024-2025 λόγω ενός συνδυασμού οργανικών ενεργειών και μικρών πωλήσεων πακέτων.