Η κλιματική κρίση επηρεάζει αρνητικά το παγκόσμιο ΑΕΠ με τα κύματα καύσωνα να ευθύνονται σε μεγάλο ποσοστό για τις ζημιές εκατομμυρίων ευρώ που προκύπτουν σε πολλά μέρη του κόσμου.
Ο οικονομικός αντίκτυπος του πρωτοφανούς καύσωνα που καίει τη νότια Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και μεγάλο μέρος του βόρειου ημισφαιρίου είναι πλέον μετρήσιμος και ορατός ενώ μακροπρόθεσμα, οι οικονομικές επιπτώσεις αναμένεται ότι θα είναι βαθιές.
Πολλές επιπτώσεις των ιδιαίτερα υψηλών θερμοκρασιών είναι «ύπουλες». Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι ακραίες θερμοκρασίες μειώνουν την παραγωγικότητα στην εργασία, βλάπτουν τις καλλιέργειες, αυξάνουν τα ποσοστά θνησιμότητας, διαταράσσουν το παγκόσμιο εμπόριο και μειώνουν τις επενδύσεις.
Σχετική ανάλυση από το Κέντρο Έρευνας Οικονομικής Πολιτικής διαπίστωσε ότι στην Ευρώπη, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ρουμανία και η Γερμανία έχουν πληγεί περισσότερο από τις καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα τα τελευταία 20 χρόνια. Αλλά και οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης επηρεάζονται όλο και περισσότερο από την κλιματική κρίση.
Τέτοιες εξελίξεις ασκούν πρόσθετη πίεση στις δημόσιες δαπάνες, καθώς οι κυβερνήσεις καλούνται να αντικαταστήσουν τις κατεστραμμένες υποδομές και να παράσχουν επιδοτήσεις. Οι αναλυτές σημειώνουν ότι τα φορολογικά έσοδα θα μπορούσαν επίσης να συρρικνωθούν όταν ακραία καιρικά φαινόμενα διαταράσσουν την οικονομική δραστηριότητα.
Τι δείχνουν οι αριθμοί
Ακραία καιρικά φαινόμενα όπως καταιγίδες, καύσωνες και πλημμύρες προκάλεσαν 85.000 έως 145.000 ανθρώπινες απώλειες σε όλη την Ευρώπη, τα τελευταία 40 χρόνια. Πάνω από το 85% αυτών των θανάτων οφείλονταν σε καύσωνες. Οι οικονομικές απώλειες από τις ακραίες καιρικές συνθήκες και το κλίμα στην Ευρώπη έφτασαν περίπου το μισό τρισεκατομμύριο ευρώ την ίδια περίοδο.
Σε απόλυτες τιμές, οι υψηλότερες οικονομικές απώλειες την περίοδο 1980-2022 στην ΕΕ μετρήθηκαν στη Γερμανία, ακολουθούμενη από τη Γαλλία και μετά την Ιταλία. Οι υψηλότερες κατά κεφαλήν απώλειες υπολογίστηκαν στη Σλοβενία, το Λουξεμβούργο και τη Γερμανία και οι μεγαλύτερες απώλειες ανά περιοχή (σε km2) σημειώθηκαν στο Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τη Γερμανία. Την ίδια περίοδο, οι ακραίες συνθήκες που σχετίζονται με τις καιρικές συνθήκες και το κλίμα προκάλεσαν οικονομικές απώλειες περιουσιακών στοιχείων που εκτιμώνται σε 650 δισεκατομμύρια ευρώ στα κράτη μέλη της ΕΕ, εκ των οποίων 59,4 δισεκατομμύρια ευρώ αφορούν στο 2021 και τα 52,3 δισεκατομμύρια στο 2022.
Οι υδρολογικοί κίνδυνοι (πλημμύρες) αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 43% και οι μετεωρολογικοί κίνδυνοι το 29% του συνόλου. Για τους κλιματολογικούς κινδύνους, τα κύματα καύσωνα προκαλούν περίπου το 20% των συνολικών απωλειών ενώ το υπόλοιπο +/-8% προκαλείται από ξηρασίες, δασικές πυρκαγιές και κύματα ψύχους.
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε πριν από λίγους μήνες και επιχείρησε να μετρήσει τον αντίκτυπο των κυμάτων καύσωνα που προκαλούνται από τον άνθρωπο στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σωρευτική απώλεια μεταξύ 1992 και 2013 έφτασε μεταξύ 5 τρισεκατομμυρίων και 29,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως.
Παρά το γεγονός ότι στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη δεν υπάρχει μηχανισμός συλλογής και εκτίμησης του οικονομικού κόστους, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οικονομικές απώλειες που σχετίζονται με την κλιματική κρίση αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά στο μέλλον.
Ορισμένες στατιστικές αναλύσεις αποκάλυψαν, ωστόσο, ότι οι οικονομικές απώλειες αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου. Καθώς τα σοβαρά ακραία φαινόμενα που σχετίζονται με τον καιρό και το κλίμα αναμένεται να ενταθούν περαιτέρω, φαίνεται απίθανο οι σχετικές οικονομικές απώλειες να μειωθούν έως το 2030.
Οι αναλυτές της Barclays εκτίμησαν ότι το κόστος κάθε καταστροφής που σχετίζεται με το κλίμα έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 77% τον τελευταίο μισό αιώνα.
Οι παράπλευρες απώλειες
Η άνοδος της θερμοκρασίας επηρεάζει τους εργαζόμενους σε τομείς όπως η παραγωγή τροφίμων, οι μεταφορές και η μεταποίηση, επιφέροντας αλυσιδωτές συνέπειες στην οικονομία. Η υπερβολική ζέστη έχει σημαντικό αντίκτυπο ιδιαίτερα σε βιομηχανίες που εκτίθενται στη θερμότητα όπως η γεωργία, η εξόρυξη, οι κατασκευές, η μεταποίηση και οι μεταφορές.
Οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες αυξάνουν τις απουσίες και μειώνουν τις ώρες εργασίας, μια κατάσταση που αναμένεται να επιδεινωθεί. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) προβλέπει ότι, έως το 2030, τα κύματα καύσωνα θα μπορούσαν να μειώσουν τον αριθμό των ωρών εργασίας παγκοσμίως κατά περισσότερο από 2%. Αυτό ισοδυναμεί με 80 εκατομμύρια θέσεις πλήρους απασχόλησης και κόστος 2,4 τρις δολάρια - σχεδόν 10 φορές το ποσό του 1995.
Το μελλοντικό οικονομικό κόστος που σχετίζεται με την ακραία ζέστη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την έκταση και τον ρυθμό της μείωσης των εκπομπών. Οι παγκόσμιες μέσες θερμοκρασίες βρίσκονται επί του παρόντος σε τροχιά αύξησης κατά 2,7 βαθμούς έως το 2100. Ακόμη και εάν πάνω από το 70% των κρατών επιτύχουν τους προτεινόμενους στόχους για καθαρές μηδενικές εκπομπές, η θερμοκρασία εκτιμάται και πάλι ότι θα κατά τουλάχιστον 1,8 βαθμούς , πολύ πάνω από τον στόχο του 1,5 βαθμού που έχει καθοριστεί από τη Συμφωνία του Παρισιού.
Σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), οι αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αυξάνονται πολύ πιο γρήγορα από ό,τι προέβλεπαν οι επιστήμονες πριν από μόλις λίγα χρόνια. Οι προειδοποιήσεις είναι τρομακτικές, κυρίως η διαπίστωση της επιτροπής ότι μια αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας άνω του 1,5 C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμες και δυνητικά καταστροφικές αλλαγές στον κόσμο μας.