Στουρνάρας: Η μεταρρυθμιστική κόπωση η μεγαλύτερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία

Newsroom
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Στουρνάρας: Η μεταρρυθμιστική κόπωση η μεγαλύτερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία
«Η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια» τόνισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε συνέντευξη του στην Καθημερινή.

«Η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια» τόνισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε συνέντευξη του στην Καθημερινή.

«Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,2% το 2024, να επιταχυνθεί σε 2,5% το 2025 και να υποχωρήσει ελαφρά σε 2,3% το 2026, σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΤτΕ» επισήμανε χαρακτηριστικά ενώ πρόσθεσε ότι «η ελληνική οικονομία θα εξακολουθήσει, μετά από 5 χρόνια, να αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς, υψηλότερους από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, εφόσον η οικονομική πολιτική συνεχίσει στον ίδιο δρόμο των μεταρρυθμίσεων, της αποτελεσματικής χρήσης των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και της δημοσιονομικής υπευθυνότητας».

Όσο αφορά την πρόσβαση των επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό, ανέφερε ότι «η παροχή πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις διατηρείται τα τελευταία χρόνια σε ικανοποιητικό επίπεδο, με τον ετήσιο ρυθμό ανόδου της χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να ανέρχεται σε 7,6% τον Μάιο του 2024. Επιπλέον, όπως δείχνει πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνει ότι αντιμετωπίζει χρηματοδοτικούς περιορισμούς μειώθηκε σημαντικά το 2023 σε 7,9%, από 16% το 2022». Παράλληλα πρόσθεσε πως κατά το προσεχές διάστημα, η πλήρης αξιοποίηση του δανειακού σκέλους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα αυξήσει περαιτέρω τη διαθεσιμότητα επιχειρηματικών πιστώσεων με ευνοϊκούς όρους, ενώ η σταδιακή χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής μέσω της μείωσης των βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναμένεται να οδηγήσει σε αποκλιμάκωση των εγχώριων δανειακών επιτοκίων.

Ξένες επενδύσεις και αποταμιεύσεις νοικοκυριών

Σχολιάζοντας την υποχώρηση των ξένων άμεσων επενδύσεων το 2023, τόνισε πως «οι ΞΑΕ είναι υψηλότερες συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, κάτι το οποίο αναμένουμε να ισχύσει και για το σύνολο του 2024. Συνεπώς, οι ξένες επιχειρήσεις συνεχίζουν να επενδύουν στη χώρα, καθώς υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες στους κλάδους της μεταποίησης, των επικοινωνιών, των ακινήτων, των μεταφορών, των logistics, του τουρισμού και των δικτύων. Προϋπόθεση για να συνεχιστεί αυτό είναι η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και τη λειτουργία του δημόσιου τομέα»

Όσο για το γεγονός πως είναι αρνητικές οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών είναι αρνητικές, ενώ η κατανάλωση παραμένει σε υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ, σχολίασε πως «το έλλειμμα αποταμίευσης (κυρίως των νοικοκυριών), ή πιο συγκεκριμένα η ανεπάρκεια των εγχώριων αποταμιεύσεων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, οδηγεί στην προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό και αντανακλάται στα επίμονα υψηλά ελλείματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό ουσιαστικά υποδηλώνει ότι η χώρα εξακολουθεί να ξοδεύει πολύ περισσότερα απ’ όσα παράγει και αποτελεί σημαντική μακροοικονομική ανισορροπία».

Και συνέχισε αναφέροντας ενδεικτικά μέτρα ενίσχυσης της αποταμίευσης των νοικοκυριών ώστε αυτές να συγκλίνουν προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι τα εξής:

«1) η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, 2) η ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα, που θα οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων προθεσμίας, 3) η ανάπτυξη της αγοράς κεφαλαίων, με την παροχή στοχευμένων φορολογικών κινήτρων έτσι ώστε να τονωθεί η αποταμίευση σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς, 4) η ενίσχυση της ιδιωτικής ασφάλισης και του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης και 5) η ενίσχυση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού, ώστε τα άτομα να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν τις κατάλληλες μακροπρόθεσμες χρηματοοικονομικές αποφάσεις».

Στην ερώτηση εάν τον ανησυχεί η σύνθεση των επενδύσεων, σε σχέση με το παραγωγικό μοντέλο, σχολίασε πως «τo μεγάλο επενδυτικό κενό αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη σύγκλισή της με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις έχουν ανακάμψει σημαντικά. Ειδικότερα ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά περίπου 42% από το 2019 σε πραγματικούς όρους, έναντι περίπου 1% στη ζώνη του ευρώ. Επίσης, τα τελευταία χρόνια βελτιώθηκε αισθητά η σύνθεση των επενδύσεων. Πριν από δεκαπέντε χρόνια, τα 2/3 των επενδύσεων αφορούσαν την κατασκευή κατοικιών και μόνο το 1/3 περίπου αφορούσε παραγωγικές επενδύσεις. Σήμερα, τα 3/4 των ιδιωτικών επενδύσεων είναι σε παραγωγικό κεφάλαιο και το υπόλοιπο 1/4 σε επενδύσεις σε κατοικίες. Αυτή η αλλαγή στη σύνθεση, εάν διατηρηθεί, σε συνδυασμό με την αύξηση του όγκου των επενδύσεων, θα βοηθήσει στην αλλαγή του παραγωγικού προτύπου».

Όσο αφορά τη φοροδιαφυγή, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος θεωρεί πως τα μέτρα που θεσμοθετήθηκαν πρόσφατα όπως η πληρέστερη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ επιχειρήσεων και ΑΑΔΕ σχετικά με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές (μεταξύ άλλων και μέσω της διασύνδεσης των ταμειακών μηχανών και POS), το ηλεκτρονικό εμπόριο και οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες, η αυτοματοποίηση της συμπλήρωσης των φορολογικών δηλώσεων και η αλλαγή του τρόπου φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών με την εισαγωγή ενός ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος ‒ «είναι πρωτοβουλίες προς τη σωστή κατεύθυνση».

Επίσης, αναφερόμενος στη μεταρρυθμιστική κόπωση, ανέφερε πως «αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας». Η γεωπολιτική αστάθεια, οι τεχνολογικές προκλήσεις, η πράσινη μετάβαση, η παραγωγική αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης είναι μερικοί μόνο τομείς που επιτάσσουν την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας σε εξωγενείς διαταραχές και καθιστούν αναγκαία τη διατήρηση, μεσοπρόθεσμα, υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Σε αυτή τη κατεύθυνση, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να εστιάσει στη διατήρηση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων, ενισχύοντας την εθνική ιδιοκτησία των σχεδιαζόμενων αλλαγών. Η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, η περαιτέρω βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, η ενίσχυση του ανταγωνισμού και η αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, κυρίως γυναικών και νέων, αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα αλλαγών που πρέπει να επιταχυνθούν.

Τέλος, για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας είναι πάλι σε τροχιά υποχώρησης, τόνισε πως αυτή έχει «σημειώσει σημαντική βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Επιδείνωση υπήρξε κυρίως ως προς τις σχετικές τιμές καταναλωτή, το 2023 και στις αρχές του 2024, η οποία οφειλόταν στην ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου. Όμως αυτή η επιδείνωση δεν υφίσταται σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους εντός της ζώνης του ευρώ. Αντιθέτως, εντός της ευρωζώνης η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας εξακολούθησε να βελτιώνεται. Σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η κατάταξη της Ελλάδας σε σύνθετους δείκτες παρουσιάζει βελτίωση το 2024, αλλά το επιχειρηματικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι λιγότερο ελκυστικό από ό,τι στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αποτυπώνεται επίσης και στη διαχρονική αύξηση των μεριδίων αγοράς των ελληνικών εξαγωγών. Ωστόσο, για την περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας απαιτείται η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων που αφορούν τη λειτουργία του κράτους και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος».

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider