Η χθεσινή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στη Λευκωσία, για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου, αυξάνει την απόσταση που χωρίζει τις δύο χώρες, αντί να επιφέρει συγκλίσεις που θα καθιστούσαν βάσιμη την προοπτική να ξεμπλοκάρει η κατασκευή του έργου.
Αυτή είναι η αξιολόγηση από την ελληνική πλευρά του κειμένου της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο έχει πλέον στα χέρια της, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση εν πολλοίς ανατρέπει όσα είχαν συμφωνηθεί ανάμεσα στις δύο χώρες, στην ευρεία σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Λευκωσία στην Τρίτη, 10 Σεπτεμβρίου.
Το νέο αδιέξοδο έρχεται μία μόλις ημέρα πριν από τη συνάντηση που θα έχει την Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου, στην Αθήνα ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, με τον Έλληνα Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη. Επίσης, υπονομεύει το μέλλον του έργου, με δεδομένο ότι αδειάζει η κλεψύδρα για την οριστικοποίηση του πλαισίου συμφωνίας, που θα απέτρεπε να μπει «στον πάγο» η κατασκευή του.
Ακόμη περισσότερο, οι αστερίσκοι της Λευκωσίας δείχνουν στην πράξη πως η Κύπρος δεν είναι πεπεισμένη για το όφελος που θα έχει από τη διασύνδεση. Επομένως, η Αθήνα «βλέπει» πως η τακτική της Κύπρου είναι να προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, ώστε να μην αναλάβει δεσμεύσεις για την υλοποίηση του πρότζεκτ.
Η μετοχική «είσοδος»
Όπως έγραφε νωρίτερα το Insider.gr, βαρύνουσας σημασίας «αγκάθι» για την Αθήνα είναι το γεγονός ότι η απόφαση δεν κλειδώνει την «είσοδο» της Κυπριακής Δημοκρατίας στον φορέα υλοποίησης του πρότζεκτ, με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να παραπέμπει την απόφαση σε δεύτερο χρόνο και υπό προϋποθέσεις. Το θέμα αυτό φαίνεται να αποτελεί κόκκινη γραμμή για την Αθήνα.
Ο λόγος είναι πως η «είσοδος» της Λευκωσίας θα δείξει έμπρακτα την κυπριακή στήριξη στη διασύνδεση και στα οφέλη της για το ενεργειακό σύστημα του νησιού. Αντίθετα, όσο ο βασικός ωφελούμενος από το έργο παραμένει επιφυλακτικός για τις προοπτικές του, δίνεται «σήμα» αβεβαιότητας σε όποιον άλλο επενδυτή ενδιαφέρεται να εμπλακεί στο πρότζεκτ.
Υπενθυμίζεται ότι η Κύπρος έχει δεσμεύσει για το πρότζεκτ 100 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Στο κείμενο ωστόσο της απόφασης αναγράφεται ότι η απόφαση για συμμετοχή θα ληφθεί μέχρι το τέλος του έτους, υπό προϋποθέσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι η δρομολόγηση της συμμετοχής της Κύπρου ήταν ένα από τα θέματα που είχαν συμφωνηθεί στη σύσκεψη της 10ης Σεπτεμβρίου.
Νέες αξιώσεις για τον επιμερισμό κόστους
Έτερο (και νέο) αγκάθι αποτελεί η πρόβλεψη στην απόφαση για ανατροπή του επιμερισμού του κόστους της διασύνδεσης, στην περίπτωση που αυτό υπερβεί τον αρχικό προϋπολογισμό (1,9 δισ. ευρώ).
Υπενθυμίζεται ότι ο επιμερισμός του κόστους ανάμεσα σε Ελλάδα και Κύπρο (Cross Border Cost Allocation) προβλέπει πως η ανάκτηση θα γίνει κατά 37% από την Ελλάδα και κατά 63% από την Κύπρο – η οποία υπολογίστηκε με βάση το όφελος στα δύο ενεργειακά συστήματα. Η Λευκωσία υποστηρίζει πως η πρόβλεψη για ανατροπή της ποσόστωσης, σε περίπτωση υπέρβασης, θα γίνει για να προστατευθούν από οι Κύπριοι καταναλωτές από τυχόν αυξημένες χρεώσεις.
Ωστόσο, αυτό σημαίνει πως ένα μέρος της επιβάρυνσης, στο σενάριο υπέρβασης, θα μεταφερθεί στους Έλληνες καταναλωτές, χωρίς αυτοί να αποκομίζουν τα ίδια «κέρδη» από το καλώδιο.
Αστερίσκοι και στα σημεία σύγκλισης
Την ίδια στιγμή, το κείμενο της απόφασης δείχνει πως έχουν μπει αστερίσκοι και στα σημεία σύγκλισης με τα συμφωνηθέντα ανάμεσα σε Αθήνα και Λευκωσία. Ενδεικτική περίπτωση αποτελεί η ανάκτηση εσόδου και από την Κύπρο κατά την περίοδο κατασκευής του έργου, καθώς στο κείμενο αναφέρεται πως το ποσό αυτό μπορεί να φτάσει «μέχρι τα 125 εκατ. ευρώ» και όχι ότι θα ανέλθει σε αυτό το ύψος.
Υπενθυμίζεται ότι η ανάκτηση εσόδου αποτελεί το μόνο σημείο της απόφασης στο οποίο αναφέρθηκε ο Κύπριος υπουργός Ενέργειας, Γιώργος Παπαναστασίου, στις χθεσινές δηλώσεις του. Από τις δηλώσεις, διαφάνηκε ότι η κυπριακή κυβέρνηση συναίνεσε να χρηματοδοτήσει τη διασύνδεση με 25 εκατ. ευρώ το χρόνο από το 2025 μέχρι και τη λειτουργία του έργου το 2030, δηλαδή συνολικά με 125 εκατ. ευρώ.
Τα ποσά θα προέλθουν από τα έσοδα από τους πλειστηριασμούς των δικαιωμάτων ρύπων και θα καλύψουν τη χρονική περίοδο από το 2025 μέχρι το τέλος του 2029.