H Γαλλία απέκτησε κυβέρνηση μετά από πολύ καιρό, όμως δεν έχει πείσει τις αγορές ότι μπορεί να εξέλθει από τη δημοσιονομική κρίση. Πολύ περισσότερο, οι επενδυτές αρχίζουν να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα της νέας κυβέρνησης να επιβιώσει τους επόμενους μήνες. Και το ερώτημα που πλανάται πλέον στους κύκλους των αγορών είναι εάν η Γαλλία παραμένει χώρα του πυρήνα, λαμβάνοντας υπόψη τις ομολογιακές αποδόσεις της.
Γαλλικά ομόλογα όπως ισπανικά;
Το πλέον ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η απόδοση του γαλλικού 10ετούς εκτινάχθηκε στο 2,95% έως 2,98%, στα ίδια επίπεδα με αυτά του ισπανικού, που κυμαίνεται στο 2,96%. Μάλιστα, στις δύο τελευταίες συνεδριάσεις, υπήρξαν στιγμές που η απόδοση του γαλλικού 10ετούς ξεπέρασε την αντίστοιχη του ισπανικού, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας. Η σύμπλευση αυτή εγείρει ερωτηματικά για το εάν πλέον η Γαλλία ανήκει στον «πυρήνα» ή τουλάχιστον στον «ημι-πυρήνα» του ευρώ ή εάν τελικά θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο με την Ιταλία και θα εισέλθει στην ευρωπεριφέρεια.
Αρχές Ιουλίου, εν μέσω πολιτικού αδιεξόδου, λίγο μετά και το δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών, η απόδοση του γαλλικού 10ετούς είχε εκτιναχθεί έως το 3,35%, ενώ αρκετές φορές μέσα στο καλοκαίρι και στις αρχές Σεπτεμβρίου ξεπέρασε το φράγμα του 3%, άλλοτε υπερβαίνοντας και άλλοτε πλησιάζοντας την απόδοση του ελληνικού 10ετούς που διαμορφώνεται σήμερα κοντά στο 3,15%.
Συγκριτικά, η απόδοση του ιταλικού 10ετούς κυμαίνεται αρκετά υψηλότερα κοντά στο 3,5%, ενώ αντίθετα του αντίστοιχου πορτογαλικού έχει υποχωρήσει στο 2,72%. Η Πορτογαλία, η οποία προχώρησε και αυτή σε πακέτο διάσωσης στη διάρκεια της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης, διατηρεί από τον Ιούνιο την απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου της χαμηλότερα από αυτή του γαλλικού.
Αυτό σημαίνει ότι οι χώρες στην ευρωπεριφέρεια, όπως Ισπανία και Πορτογαλία, συνεχίζουν να παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τη Γαλλία, δεδομένου ότι προς το παρόν στην Ισπανία η πολιτική κατάσταση είναι πολύ πιο σταθερή και η οικονομία της αναπτύσσεται σταθερά.
Την ίδια στιγμή, το spread μεταξύ των αποδόσεων των 10ετών γαλλικών και γερμανικών βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από τότε που η ανησυχία για την πολιτική της χώρας ήταν στο αποκορύφωμά της αυτό το καλοκαίρι. Η Citigroup αναμένει να διευρυνθεί έως και 100 μονάδες βάσης το επόμενο έτος, από περίπου 80 σήμερα.
Επίσης, το spread μεταξύ των ιταλικών και γαλλικών 10ετών έχει υποχωρήσει από τις 130 μονάδες βάσης κοντά στις 60 στη διάρκεια του περυσινού έτους.
Οι κινήσεις αυτές σηματοδοτούν ότι δεν διαφαίνεται σύντομα κάποιο τέλος στη δημοσιονομική κρίση που έχει ξεσπάσει εδώ και καιρό στη Γαλλία. Το νέο υπουργικό συμβούλιο έχει ελάχιστο χρόνο για να παρουσιάσει έναν προϋπολογισμό ικανό να αντιμετωπίσει το αυξανόμενο έλλειμμα της Γαλλίας μέσα σε ένα εχθρικό κοινοβουλευτικό περιβάλλον, το οποίο θα κληθεί να τον εγκρίνει τον επόμενο μήνα.
Οι αγορές περιμένουν να δουν εάν η νέα κυβέρνηση μπορεί να επιβιώσει. Υπάρχει κίνδυνος να καταρρεύσει, ανέφερε ο στρατηγικός αναλυτής της La Francaise Asset Management, Φρανσουά Ριμό, ο οποίος δεν αποκλείει να υπάρξει και δεύτερη κρίση.
Κίνδυνοι και για το χρηματιστήριο
Οι κίνδυνοι αποτυπώνονται και στην χρηματιστηριακή αγορά του Παρισιού, με το δείκτη CAC 40 να είναι ο μοναδικός από τους κορυφαίους της Ευρώπης που αναμένεται να κλείσει το έτος με απώλειες. Οι γαλλικές μετοχές έχουν υποχωρήσει περίπου 5% από τις 9 Ιουνίου, όταν ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν κήρυξε πρόωρες βουλευτικές εκλογές, ενώ από τις αρχές του έτους έχουν μηδενίσει τα κέρδη τους και έχουν εισέλθει ουσιαστικά σε στασιμότητα με το δείκτη CAC 40 να σημειώνει οριακή άνοδο 0,65%.
Το γεγονός δε, ότι ο δείκτης έχει μεγάλο βάρος στον κλάδο πολυτελών ειδών σημαίνει ότι είναι τα μέγιστα εξαρτημένος από επιχειρήσεις άμεσα συνδεδεμένες με τον οικονομικό κύκλο. Τις τελευταίες εβδομάδες, η αξία των εισηγμένων στο χρηματιστήριο του Παρισιού μετοχών υποχώρησε σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτή του χρηματιστηρίου του Τορόντο, για πρώτη φορά από το 2022.
Αναλυτές δεν βλέπουν ενδιαφέρον από τους επενδυτές να επιστρέψουν σε γαλλικό ενεργητικό, καθώς θέλουν πρώτα να διαπιστώσουν εάν πράγματι μπορεί να περάσει ο προϋπολογισμός του 2025. Ανησυχούν επίσης για νέα πολιτική κρίση το επόμενο έτος και για το ενδεχόμενο νέων εκλογών. Ως εκ τούτου, επενδυτές ρευστοποίησαν μαζικά γαλλικά κρατικά ομόλογα τον Ιούνιο, ενώ στις αρχές Σεπτεμβρίου, τα γαλλικά μετοχικά αμοιβαία γνώρισαν τις μεγαλύτερες εκροές από πέρυσι το Δεκέμβριο, σύμφωνα με στοιχεία της EPFR.
Οι μεγάλες προκλήσεις του ΥΠΟΙΚ
O νέος υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, ο 33χρονος Αντουάν Αρμάντ, χαρακτήρισε το έλλειμμα του προϋπολογισμού ένα από τα υψηλότερα στην ιστορία και τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας σοβαρή. Άγνωστος πέραν των πολιτικών κύκλων του Παρισιού, ο Αρμάντ δέχεται τεράστιες πιέσεις να δώσει ένα δείγμα γραφής για το πως θα συγκρατήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο τείνει προς το 6% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, το χρέος της Γαλλίας ως προς το ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 111% στα τέλη Μαρτίου.
Οι νέες πιέσεις στην αγορά κρατικών ομολόγων της Γαλλίας σημειώθηκαν αφότου ο νέος πρωθυπουργός Μισέλ Μπαρνιέ ζήτησε από την Κομισιόν και νέα καθυστέρηση στην υποβολή του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού προγράμματος, με βάση το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ.
Ο Μάρκ Ντόουντινγκ, επικεφαλής επενδύσεων της RBC BlueBay, εξηγεί ότι τα γαλλικά spreads βρίσκονται σε κλοιό πιέσεων καθώς γίνεται αντιληπτό ότι η κυβέρνηση Μπαρνιέ βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα δύσκολο μέλλον στην καλύτερη περίπτωση και με κίνδυνο κατάρρευσης στον χειρότερο.
Οι επενδυτές είναι ιδιαίτερα σκεπτικοί για το εάν η Γαλλία θα εφαρμόσει τις μειώσεις στον προϋπολογισμό που ζητά η Κομισιόν, ειδικά καθώς η άνοδος των λαϊκιστικών κομμάτων στη Γαλλία και στη Γερμανία αποδυναμώνουν την πολιτική δύναμη της ΕΕ να κάνει τις χώρες μέλη να συμμορφωθούν με τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Η Κομισιόν ζητά από τη Γαλλία να μειώσει το δημόσιο έλλειμμα κάτω από το 3% και το χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Αυτό είναι δύσκολο έως αδύνατον, οπότε αυτό που απομένει είναι οι επενδυτές να επιβάλουν κάποια πειθαρχία στις αγορές της Γαλλίας, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κέβιν Τόζετ, μέλος της γαλλικής εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίου Carmignac. Ήδη, η Γαλλία βρίσκεται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, που σημαίνει ότι ασκείται επιπλέον έλεγχος στα σχέδια δαπανών της κυβέρνησης Μπαρνιέ.
Το πιθανότερο είναι ότι η κυβέρνηση Μπαρνιέ δεν θα καταφέρει να καταθέσει στο κοινοβούλιο προς συζήτηση τον προϋπολογισμό την 1η Οκτωβρίου, όπως έχει προγραμματιστεί. Παρ' όλα αυτά, ο Μπαρνιέ αναμένεται να κάνει μία ομιλία στην οποία θα παρουσιάσει την ατζάντα πολιτικής του την ημέρα αυτή και θα είναι η πρώτη ευκαιρία για ένα κόμμα να ζητήσει πρόταση μομφής.
Η Αριστερή συμμαχία του Νέου Λαϊκού Μετώπου, που ελέγχει και το μεγαλύτερο αριθμό εδρών στην κάτω βουλή, δεσμεύθηκε να ρίξει την κυβέρνηση στην πρώτη ευκαιρία. Από την άλλη, το ακροδεξιό κόμμα Εθνική Συσπείρωση της Μαρί Λεπέν έχει σηματοδοτήσει ότι η νέα κυβέρνηση δεν έχει μέλλον.