Πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. διαμορφώθηκαν το 2023 οι μετακινήσεις οικιακών καταναλωτών σε νέο προμηθευτή, σύμφωνα με μελέτη του Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER). Πιο συγκεκριμένα, το switching διαμορφώθηκε στο 9,8% πέρυσι, αυξημένο κατά 10% σε σχέση με το 2022.
Η «επίδοση» αυτή κατατάσσει τη χώρα μας πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., ο οποίος διαμορφώθηκε πέρυσι στο 7,3%. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η κινητικότητα σε αρκετές χώρες κινήθηκε σε αισθητά υψηλότερα επίπεδα, όπως στην Ισπανία (20,%), στην Ιταλία (18,9%) και το Βέλγιο (17,6%).
Σύμφωνα με πάντως παράγοντες του κλάδου, αν και το νούμερο αυτό δείχνει πως στην εγχώρια λιανική αγορά ηλεκτρισμού υπάρχει επαρκής κινητικότητα, στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι πως οι Έλληνες καταναλωτές κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη (που είναι αισθητά μικρότερη) εντάσσονται νοικοκυριά τα οποία αλλάζουν εύκολα προμηθευτή -μπορεί και ανά εξάμηνο ή συχνότερα- αναζητώντας πιο ελκυστικά τιμολόγια.
Από την άλλη πλευρά, στον αντίποδα αυτών των «ευκίνητων» καταναλωτών, η πολύ μεγαλύτερη μερίδα παραμένει για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα (ή και εσαεί) όχι μόνο στον ίδιο προμηθευτή αλλά και στο ίδιο προϊόν, χωρίς να αναζητεί στην αγορά πιο συμφέρουσες ευκαιρίες. Επίσης, η «επίδοση» της χώρας μας θα πρέπει να θεωρηθεί μικρή, αν σκεφτεί κανείς πως η συντριπτική πλειονότητα των νοικοκυριών βρίσκεται σε κυμαινόμενα τιμολόγια, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Ακόμη πάντως και σε επίπεδο αριθμητικών δεδομένων, το switching παραμένει περιορισμένο στην περίπτωση των ελληνικών επιχειρήσεων, σε σχέση με την ευρωπαϊκή εικόνα. Έτσι, πέρυσι οι μετακινήσεις εμπορικών καταναλωτών άγγιξαν το 9,5%, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. ήταν 16,2%.
Μάλιστα, όσον αφορά τις επιχειρήσεις, η κινητικότητα είναι αισθητά αυξημένη όχι μόνο σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπου οι λιανικές αγορές διάγουν τα πρώτα βήματα ωρίμανσης. Τέτοιες είναι η Λιθουανία (33,4%), η Ρουμανία (30%) και η Λετονία (27,2%). Υψηλή κινητικότητα καταγράφεται επίσης και σε ώριμες αγορές, όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία (32%) ή η Ιταλία (28,2%).
Σύμφωνα με τον ACER, στα πλεονεκτήματα της ελληνικής αγοράς συγκαταλέγεται η υψηλή συμμετοχή των ΑΠΕ. Στον αντίποδα, στις αδυναμίες της παρατίθεται η σχεδόν μηδενική διείσδυση των «έξυπνων» μετρητών, η οποία διατηρεί περιορισμένη την ευελιξία ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια. Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, ενέχει τον κίνδυνο να υπάρξει ανάγκη για αυξημένες επενδύσεις στα ηλεκτρικά δίκτυα, κάτι που θα επέφερε επιβαρύνσεις στους καταναλωτές.