Τις θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας το 2024 και μάλιστα σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικής αστάθειας στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, με σημαντικά προβλήματα σε χώρες-κλειδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αναδεικνύει το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ), στη Φθινοπωρινή Έκθεση 2024. Κοιτάζοντας μπροστά, ωστόσο, η οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει δημοσιονομικές ισορροπίες αλλά και σημαντικές εξωτερικές προκλήσεις.
Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3% το Β΄ τρίμηνο του 2024, σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (0,9%). Το Συμβούλιο σημειώνει ότι η δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης και η συμβολή των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στις επενδύσεις αποτελούν κύριους παράγοντες της ανάπτυξης αυτής. Η απασχόληση αυξήθηκε και το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 9,3%, το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 ετών. Οι αμοιβές των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια καταγράφουν μια ανοδική πορεία μετά από τη μακροχρόνια περίοδο οικονομικής κρίσης και σημαντικής συρρίκνωσης της ελληνικής. Οι αυξήσεις στους μισθούς τα τελευταία χρόνια είναι αναμφίβολα θεμιτή εξέλιξη προκειμένου να υπάρξει σύγκλιση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Ωστόσο, οι αυξήσεις αυτές πρέπει να συνδυάζονται με αύξηση της παραγωγικότητας, με στόχο την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και να αποφευχθούν, συνεπώς, πληθωριστικές πιέσεις. Ο πληθωρισμός δείχνει βελτίωση, με τον σχετικό δείκτη να υποχωρεί σταδιακά, φτάνοντας το 3,1% τον Οκτώβριο του 2024. Ωστόσο, σημειώνει το ΕΔΣ, ο δομικός πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει υψηλότερος (4,3%) από τον γενικό πληθωρισμό, γεγονός που απαιτεί εντατική παρακολούθηση.
Η εκτέλεση του προϋπολογισμού για το 2024 καταγράφει θετικές επιδόσεις, με το ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα να ανέρχεται στο 3,54% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας τον στόχο του 2,5% του ΑΕΠ. Η διατήρηση της δημοσιονομικής συνέπειας αποτυπώνεται στην περαιτέρω μείωση του δημοσίου χρέους, με τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ να προβλέπεται να φτάσει το 154% το 2024, σημειώνοντας μείωση κατά 9,9 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας έχει αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα από μεγάλους οίκους αξιολόγησης, γεγονός που αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει δημοσιονομικές ανισορροπίες, όπως το δημογραφικό πρόβλημα και η χαμηλή εθνική αποταμίευση. Παράλληλα, το υψηλό δημόσιο χρέος και τα συνεχιζόμενα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα απαιτήσουν συνεχείς προσπάθειες για τη βελτίωση τους.
Συμπερασματικά:
Η ελληνική οικονομία εισέρχεται στο 2025 με θετικές προοπτικές, αλλά και με σημαντικές εξωτερικές προκλήσεις. Η ανάγκη για συνέχιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, με στόχο τη σημαντική μείωση του χρέους μέσω της διασφάλισης υψηλής ανάπτυξης, ενισχύει την αξιοπιστία της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, τόσο στις διεθνείς αγορές όσο και στο εσωτερικό της χώρας. Η σημασία του μεγέθους του δημοσίου χρέους και η διαχείριση αυτού για την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας δε γίνονται εύκολα αντιληπτά. Ωστόσο, το ΕΔΣ οφείλει να επισημάνει τη σημασία τους, ιδιαίτερα δε σε ένα διαρκώς αυξανόμενο αβέβαιο διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Η χώρα πρέπει να διασφαλίσει τη συνεχιζόμενη ανάπτυξή της μέσω της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, προκειμένου να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει νέες δημοσιονομικές προκλήσεις, που θα μπορούσαν να προκύψουν λόγω της διεθνούς αβεβαιότητας. Η ΕΕ, και η ζώνη του ευρώ, είναι επίσης αναγκαίο να ανταποκριθούν στις διεθνείς προκλήσεις χωρίς χρονικές υστερήσεις, εφόσον απαιτηθεί.
To ΕΔΣ καταλήγει ότι η στρατηγική για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας και η συνέχιση της απρόσκοπτης συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ αποτελούν τη βάση για μια βιώσιμη ανάπτυξη, σε ένα εξαιρετικά αβέβαιο γεωπολιτικό περιβάλλον.