Η Ευρώπη είχε μία δύσκολη χρονιά: Οι πολιτικές αναταραχές, τα αδύναμα οικονομικά στοιχεία και τα «καμπανάκια» για τις αναπτυξιακές της προοπτικές συνθέτουν ένα δυσοίωνο τοπίο. Ωστόσο, σύμφωνα με το CNBC, επενδυτές και οικονομολόγοι βλέπουν ορισμένα φωτεινά σημεία για το 2025, τα οποία θα παρακολουθούν στενά καθώς προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τι μέλλει γενέσθαι.
Νομισματική πολιτική
Την Πέμπτη, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ προχώρησαν στην τέταρτη και τελευταία μείωση επιτοκίων για το 2024, με την Κριστίν Λαγκάρντ να αναγνωρίζει ότι η ανάκαμψη στην Ευρωζώνη χάνει momentum, ενώ η ανάπτυξη θα επιστρέψει, αλλά με βραδύτερο ρυθμό. Οι επενδυτές εκτιμούν ότι αντίστοιχα θα κινηθεί και στην πρώτη συνεδρίαση του έτους, με μία ακόμη μείωση κατά 25 μονάδες βάσης.
Για τον Kallum Pickering αναλυτή στην Peel Hunt, «η προσέγγιση της ΕΚΤ είναι υπερβολικά hawkish», εξηγώντας ότι τα οικονομικά ζητήματα της Ευρώπης έχουν μετατοπιστεί από το σοκ της προσφοράς σε προβλήματα στην ζήτηση, επομένως «η οικονομική λογική υποστηρίζει κινήσεις 50 μονάδων βάσης, αλλά δεν νομίζω ότι θα πάνε για τέτοια περικοπή».
Όπως ο Pickering, και η πλειοψηφία των αναλυτών αναμένει ότι το επιτόκιο της ΕΚΤ θα μειωθεί στο 2% έως τα μέσα του 2025, ενώ ορισμένοι «βλέπουν» περαιτέρω ψαλιδίσματα κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Μάλιστα, αναλυτές της BofA έχουν χαρακτηρίσει το 2025, ως «το έτος που τα επιτόκια της ΕΚΤ θα ανέλθουν κάτω από 2%, ενώ θεωρούν «εύκολα νοητό» το ενδεχόμενο το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων να φτάσει το 1%.
Κρίση εμπιστοσύνης
Παράλληλα, η επιφυλακτικότητα των καταναλωτών ήταν μία ακόμη αντιξοότητα που αντιμετώπισε η Ευρώπη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν για τον Νοέμβριο, η καταναλωτική εμπιστοσύνη στην Ευρωζώνη μειώθηκε κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ ο δείκτης οικονομικού κλίματος παρ' όλο που παρέμεινε σταθερός, βρίσκεται σε χαμηλό 12 μηνών και πολύ κάτω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του.
Κατά τον με τον Sylvain Broyer της S&P Global, οι αλλαγές στη νομισματική πολιτική θα να τονώσουν τα επίπεδα της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. «Πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ είναι σε θέση να επιταχύνει τις μειώσεις των επιτοκίων, οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν την ανάπτυξη, καθώς η καταναλωτική εμπιστοσύνη παραμένει χαμηλή παρά τη συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη», δήλωσε ο Broyer ο οποίος είναι μέλος του «σκιώδους συμβουλίου» οικονομολόγων της ΕΚΤ.
Περιφερειακή υπεραπόδοση
Την απόκλιση μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών τόνισε από τη μεριά του ο Διευθύνων Σύμβουλος και επικεφαλής αναλυτής της Longview Economics, Chris Watling και επισήμανε ότι μερικές χώρες θα δουν σιγά σιγά την οικονομική τους τύχη να αλλάζει. «Σε βάθος 2 έως 3 ετών η Ευρώπη θα περάσει καλές στιγμές. Νομίζω ότι η Νότια Ευρώπη είναι πραγματικά συναρπαστική - είναι η επιστροφή των PIIGS», τόνισε.
Το ακρωνύμιο PIIGS αναφέρεται στις χώρες Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία οι οποίες παραδοσιακά θεωρούνται «ευάλωτες» σε οικονομική αστάθεια και κρίσεις. Συγκεκριμένα, ο ΟΟΣΑ αναμένει ότι η Ισπανία θα έχει την τρίτη υψηλότερη ανάπτυξη από όλα τα έθνη του φέτος, ενώ για την Ελλάδα εκτιμά ανάπτυξη 2,1% και 2,3% για το 2024 και 2025, αντίστοιχα.
Η αισιοδοξία του Watling έρχεται βέβαια παρά τις προειδοποιήσεις για «τριγμούς» στις χρηματοπιστωτικές αγορές τους πρώτους έξι μήνες του 2025. «Το σπουδαίο με το να σημειωθεί κρίση στις αγορές το α' εξάμηνο είναι ότι θα ενθαρρύνει τις κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο να μειώσουν περισσότερο τα επιτόκια και αυτή θα μας δώσει εκ νέου επιτάχυνση της παγκόσμιας οικονομίας στο τέλος του 2026», υπογράμμισε.
Δασμοί
Παρά τα μικρά ενθαρρυντικά στοιχεία που εμφανίζονται στον ορίζοντα, η επικείμενη επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο και οι δασμοί έως 20% σε όλες τις εισαγωγές στις ΗΠΑ που ενδεχομένως θα φέρει μαζί της, ενδεχομένως να φέρουν νέα εμπόδια. Σε έκθεσή της η Citi έχει αναφέρει ότι οι ενδεχόμενοι δασμοί θα μπορούσαν να συμπαρασύρουν πτωτικά το ΑΕΠ της ΕΕ κατά 0,3% έως το 2026, «ενώ ένας νέος εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ - Κίνας θα μπορούσε να διπλασιάσει τη ζημιά σε χώρες που είναι περισσότερο εκτεθειμένες όπως η Γερμανία».
Κατά την Janet Mui, αναλύτρια στην RBC Brewin Dolphin, οι δασμοί πιθανότατα χρησιμοποιούνται ως διαπραγματευτικό χαρτί από την επερχόμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ. «Οι δασμοί είναι ασφαλώς μια βασική απειλή. Αλλά είναι πιθανώς μια λογική υπόθεση ότι ο Τραμπ δεν θα ανταποκριθεί πλήρως στις απειλές του», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Πολιτική Αστάθεια
Επιστρέφοντας εντός των συνόρων, οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, η Γαλλία και η Γερμανία βρίσκονται στα όρια του πολιτικού αδιέξοδου. Ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Μισέλ Μπαρνιέ ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε νωρίτερα αυτό το μήνα, ενώ ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς έχασε ψήφο εμπιστοσύνης τη Δευτέρα, ανοίγοντας τον δρόμο για πρόωρες εκλογές στις αρχές του επόμενου έτους.
«Η εικόνα του πυρήνα της Ευρώπης είναι απίστευτα κακή οικονομικά και πολιτικά, και νομίζω οι αγορές τελικά θα ακολουθήσουν», σύμφωνα με τον David Roche, αναλυτή της Quantum Strategy. Εντούτοις, ο Maximilian Uleer, αναλυτής στην Deutsche Bank, δήλωσε ότι η πολιτική αβεβαιότητα στη Γερμανία θα μπορούσε στην πραγματικότητα να πυροδοτήσει μια ανάκαμψη στην οικονομία της Ευρώπης.
«Η Γερμανία είναι γνωστή για την πολιτική της σταθερότητα και έχουν σημειωθεί μόλις δύο περιπτώσεις διάλυσης του κυβερνητικού συνασπισμού στην πρόσφατη ιστορία. Και τις δύο φορές, η Γερμανία αντιμετώπιζε οικονομική ύφεση, έκανε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και επανήλθε ισχυρότερη… Μην υποτιμάτε την ικανότητα της Γερμανίας να αλλάξει», κατέληξε.