Υπέρ της συνέχισης της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από πλευράς Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τάχθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, παίρνοντας θέση υπέρ μίας νέας σειράς μειώσεων στα επιτόκια κατά τις επόμενες συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με το Bloomberg, ο Έλληνας τραπεζίτης, μιλώντας σε εκδήλωση το βράδυ της Πέμπτης, τόνισε πως λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας, «οι κινήσεις μας θα πρέπει να είναι σταδιακές και προσεκτικές και να συνεχίσουν να βασίζονται στα διαθέσιμα δεδομένα».
Παράλληλα, τόνισε πως σε περίπτωση που τα εισερχόμενα στοιχεία δείχνουν τον πληθωρισμό κάτω του στόχου μεσοπρόθεσμα, «δεν θα πρέπει να αποκλειστούν μεγαλύτερες περικοπές».
Σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα, οι τελευταίες προβλέψεις του Ευρωσυστήματος δείχνουν πως ο πληθωρισμός πλησιάζει τον στόχο του 2% με «βιώσιμο τρόπο από το δεύτερο τρίμηνο του 2025».
Οι εξελίξεις στο μέτωπο των επιτοκίων όπως ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ αναμένεται να επηρεάσουν το κόστος των νέων δανείων αλλά και των δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου, και το κόστος άντλησης κεφαλαίων. Οι παράγοντες αυτοί όπως είπε είναι κρίσιμοι για την παραμονή των δεικτών αποδοτικότητας των ελληνικών τραπεζών στο υφιστάμενο επίπεδο αλλά και την επίτευξη των στόχων που έχουν θέσει οι τράπεζες για πιστωτική επέκταση.
Παρά ταύτα εκτίμησε ότι η οι προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού τομέα διαγράφονται θετικές.
Αναφερόμενος στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία ο διοικητής της ΤτΕ τάχθηκε κατά της μείωσης του ΦΠΑ και ανάφερε ότι βασική προτεραιότητα αποτελεί η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, με στόχο τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την προσέλκυση επενδύσεων, αξιοποιώντας μέτρα όπως η ψηφιοποίηση των διαδικασιών, η αναδιοργάνωση των δικαστηρίων (με την εφαρμογή του νέου δικαστικού χάρτη) και η προώθηση εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών.
Παράλληλα, όπως υπογράμμισε, θα πρέπει να μειωθεί η εξάρτηση από εξωτερικό δανεισμό και να διασφαλιστεί η χρηματοδότηση επενδύσεων. Τέλος θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για την ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, με την εξάλειψη περιοριστικών πρακτικών, την κατάργηση και των υπόλοιπων εμποδίων εισόδου και εξόδου επιχειρήσεων σε διάφορους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Η μείωση της γραφειοκρατίας και η αποτελεσματικότερη δημόσια διοίκηση, μέσω ψηφιοποίησης και απλοποίησης των διαδικασιών, θα υποστηρίξουν την επιχειρηματικότητα.