Τη θέση της ΕΚΤ διαχώρισε ξεκάθαρα η πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας της Ευρωζώνης, Κριστίν Λαγκάρντ, διαμηνύοντας ότι ο ρόλος της δεν είναι να βοηθήσει τις κυβερνήσεις να χρηματοδοτήσουν περισσότερες αμυντικές δαπάνες, αλλά αποκλειστικά και μόνο η σταθερότητα των τιμών.
Η τεράστια αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι πολύ πιθανόν να τονώσει την οικονομία, όμως ο αντίκτυπος που θα έχουν θα πρέπει να εκτιμηθεί στην πορεία. Όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο εάν οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής θα βοηθήσουν με «ευνοϊκούς οικονομικούς όρους», απάντησε αρνητικά.
- Η εκτίμηση Λαγκάρντ για αμυντικές δαπάνες - Υψηλή η αβεβαιότητα
- Η ΕΚΤ έκανε το «6x6»: Νέα μείωση επιτοκίων 0,25% - Αναθεώρηση σε πληθωρισμό και ανάπτυξη
«Εάν η ερώτησή σας έχει ως στόχο να συμμετέχουμε σε μια προσπάθεια χρηματοδότησης δεν είναι αυτός ο σκοπός της ΕΚΤ. Υπάρχει Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, υπάρχουν πολλά ιδρύματα που έχουν αυτόν ακριβώς το σκοπό. Η δική μας εντολή είναι η σταθερότητα των τιμών», είπε η Λαγκάρντ στη συνέντευξη Τύπου, υπογραμμίζοντας ότι το «whatever it takes» πάει τώρα στους πολιτικούς.
Με την ΕΕ να χαλαρώνει τους δημοσιονομικούς κανόνες και να προσφέρει δάνεια για να απελευθερώσει νέο κύμα αμυντικών επενδύσεων και τη Γερμανία να είναι έτοιμη να προσαρμόσει επίσης το δικό της δημοσιονομικό καθεστώς, η στροφή προς μια περισσότερο πολεμική οικονομία ωθεί τους αξιωματούχους μπροστά σε νέες προκλήσεις πολιτικής.
«Αν όλο αυτό λειτουργούσε, σίγουρα θα είχε δημοσιονομικό αντίκτυπο, το οποίο από μόνο του θα είχε αντίκτυπο στη ζήτηση, οπότε θα πρέπει να το λάβουμε υπόψη και να το συνυπολογίσουμε. Αλλά δεν το βλέπω να σχετίζεται με τη νομισματική μας πολιτική, γιατί η νομισματική μας πολιτική που παρέχεται βάσει του άρθρου 127 της συνθήκης, είναι η σταθερότητα των τιμών», σημείωσε.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν πρότεινε αυτή την εβδομάδα να κινητοποιηθούν περίπου 800 δισεκατομμύρια ευρώ για τον εξοπλισμό των στρατών της ηπείρου. Ο επερχόμενος καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς δεσμεύτηκε την Τρίτη να τροποποιήσει το σύνταγμα για να επεκτείνει τις στρατιωτικές δαπάνες και να κάνει «ό,τι χρειάζεται» για να ενισχύσει την άμυνα.
Η Λαγκάρντ είπε ότι οι αξιωματούχοι έχουν ακόμη πολλή δουλειά να κάνουν για να αξιολογήσουν τον αντίκτυπο μιας τέτοιας τεράστιας αύξησης δαπανών. «Πρέπει να καταλάβουμε πώς θα λειτουργήσει αυτό, ποιος θα είναι ο χρόνος, ποια θα είναι η χρηματοδότηση, ώστε στη συνέχεια να βγάλουμε συμπεράσματα και να εκτιμήσουμε πόσο θα συμβάλει στην ανάπτυξη και τι αντίκτυπο θα έχει τελικά στον πληθωρισμό», είπε.
Οι παραπάνω ανακοινώσεις πυροδότησαν το χειρότερο sell off της γερμανικής αγοράς κρατικών ομολόγων από το 1990. Αναφερόμενη στις έντονες ρευστοποιήσεις των αγορών κρατικών ομολόγων, η πρόεδρος της ΕΚΤ σημείωσε ότι η κεντρική τράπεζα παρακολουθεί τις εξελίξεις με την ραγδαία άνοδο των αποδόσεων για να κατανοήσει όλη αυτή την αντίδραση. Ωστόσο, ενώ οι αποδόσεις έχουν παρουσιάσει πολύ μεγάλη άνοδο, οι κινήσεις των spread είναι περιορισμένες και αυτό είναι καθησυχαστικό, τουλάχιστον προς το παρόν.
Τι είπε η Λαγκάρντ για τους δασμούς
Από τη μια στιγμή στην άλλη τα πράγματα αλλάζουν δραματικά, ενώ ειδικά για τους δασμούς, υπογράμμισε, ότι αποτελούν απειλή για την οικονομία, ειδικά εάν υπάρχουν αντίποινα. «Η προσωπική μου άποψη είναι ότι πρέπει να διαπραγματευτείς από θέση ισχύος και όλοι συμφωνήσαμε ότι πρόκειται για μία αρνητική κατάσταση όταν τίθενται σε ισχύ, ενώ είναι κάτι αρνητικό και πριν τεθούν σε ισχύ, λόγω της αβεβαιότητας που προκαλείται. Η εμπιστοσύνη υπονομεύεται μόνο από την απειλή των δασμών και πιθανά αντίποινα πλήττουν τις επενδύσεις, τις αποφάσεις για την κατανάλωση, την απασχόληση, τις προσλήψεις και όλα τα υπόλοιπα».
Τα τρία βασικά σημεία της ΕΚΤ
Τρία είναι τα βασικά θέματα που παρακολουθεί αυτή τη στιγμή η ΕΚΤ: η πορεία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού βρίσκεται σε καλό δρόμο, η νομισματική πολιτική έχει γίνει λιγότερο περιοριστική και επικρατεί πολύ μεγάλη αβεβαιότητα.
Όσον αφορά τα επόμενα βήματα της νομισματικής πολιτικής η Λαγκάρντ είπε ότι «το τοπίο που έχουμε αυτή τη στιγμή είναι θολό από αβεβαιότητα και περισσότερο από ποτέ άλλοτε θα απαιτήσει από εμάς να είμαστε σε εγρήγορση και ευέλικτοι ώστε να ανταποκρινόμαστε στα δεδομένα».
Εάν τα δεδομένα δείχνουν ότι η καταλληλότερη στάση νομισματικής πολιτικής είναι η μείωση, θα γίνει μείωση, σημείωσε. Εάν, από την άλλη πλευρά, τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι η καταλληλότερη απόφαση είναι η μη μείωση, τότε θα υπάρξει παύση».
Όλα αυτά σημαίνουν ότι «θα εξαρτηθούμε από τα δεδομένα περισσότερο από ποτέ», τόνισε και επανέλαβε ότι η ΕΚΤ θα λαμβάνει αποφάσεις από συνεδρίαση σε συνεδρίαση για τον καθορισμό της κατάλληλης κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.
«Η αβεβαιότητα έχει αυξηθεί και είναι πιθανόν να επιβαρύνει τις επενδύσεις και τις εξαγωγές περισσότερο από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως. Ωστόσο, η ανάπτυξη θα πρέπει να υποστηριχθεί από τα υψηλότερα εισοδήματα και το χαμηλότερο κόστος δανεισμού. Σύμφωνα με τις προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων, οι εξαγωγές θα πρέπει να υποστηριχθούν από την αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση, εφόσον οι εμπορικές εντάσεις δεν κλιμακωθούν περαιτέρω», προσέθεσε η Λαγκάρντ.
Οι νέες προβλέψεις για ανάπτυξη και πληθωρισμό
Η ΕΚΤ αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης, με την οικονομία να εκτιμάται ότι θα αναπτυχθεί 0,9% το 2025, 1,2% το 2026 και 1,3% το 2027. Οι υποβαθμισμένες εκτιμήσεις αντανακλούν την επιβράδυνση των εξαγωγών και των επενδύσεων, υπό το βάρος της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας στις εμπορικές πολιτικές. Η Λαγκάρντ ανέφερε ότι η μεταποίηση παραμένει ο αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής οικονομίας, ενώ ο τομέας των υπηρεσιών εμφανίζεται πιο ανθεκτικός, παρά την εύθραυστη καταναλωτική εμπιστοσύνη. Προειδοποίησε, ωστόσο, ότι η ανάπτυξη θα μπορούσε να δεχθεί νέα πλήγματα, εάν επιδεινωθούν οι διεθνείς εμπορικές εντάσεις.
Όσο για τον πληθωρισμό, η Λαγκάρντ επισήμανε ότι η αποκλιμάκωση συνεχίζεται, με τις προβλέψεις της ΕΚΤ να τοποθετούν τον πληθωρισμό στο 2,3% το 2025, στο 1,9% το 2026 και στο 2% το 2027. Η αναθεώρηση προς τα πάνω των εκτιμήσεων για το 2025 αποδίδεται κυρίως στις αυξημένες πιέσεις από τις τιμές της ενέργειας. Για τον δομικό πληθωρισμό, η ΕΚΤ εκτιμά ότι θα διαμορφωθεί στο 2,2% το 2025, στο 2% το 2026 και στο 1,9% το 2027, με την πρόεδρο να τονίζει ότι τα περισσότερα δεδομένα δείχνουν πως η σταθεροποίηση πλησιάζει τον στόχο του 2%. Παράλληλα, οι καθυστερήσεις στην προσαρμογή των μισθών και των τιμών εξακολουθούν να επηρεάζουν τον εγχώριο πληθωρισμό, αν και οι μισθολογικές αυξήσεις δείχνουν τάσεις επιβράδυνσης.
Παύση τον Απρίλιο;
Ωστόσο, οι διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής βλέπουν μια αυξανόμενη πιθανότητα παύσης του σημερινού κύκλου χαλάρωσης στην επόμενη συνεδρίαση του Απριλίου, προτού τα επιτόκια μειωθούν ξανά, όταν θα υπάρχει μεγαλύτερη σαφήνεια σχετικά με το εμπόριο και τη δημοσιονομική πολιτική, όπως ανέφεραν τέσσερις πηγές στο Reuters.
Μπορεί η ΕΚΤ να μείωσε τα επιτόκια όπως αναμενόταν στη σημερινή συνεδρίαση, αλλά η Λαγκάρντ αρνήθηκε να επαναλάβει το προηγούμενο μήνυμά της ότι η κατεύθυνση του ταξιδιού προς χαμηλότερες τιμές είναι σαφής, προκαλώντας κάποια σύγχυση στους επενδυτές.
Οι πηγές που μίλησαν στο Reuters είπαν ότι βλέπουν μια παύση στη συνεδρίαση του Απριλίου ως πιθανότητα, κάτι που ορισμένοι από αυτούς συζήτησαν ανεπίσημα στα διαλείμματα της διήμερης συνάντησής τους. Ωστόσο οι πηγές, που αντιπροσωπεύουν και τα «περιστέρια» και τα γεράκια, συμφώνησαν ότι η ΕΚΤ ήταν απίθανο να αφήσει το επιτόκιο καταθέσεων στο 2,5% και απαιτούνται περισσότερες μειώσεις τουλάχιστον με βάση τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες σήμερα.
Στις βασικές μεταβλητές περιλαμβάνεται η εμπορική πολιτική και η πιθανότητα οι ΗΠΑ επιβάλουν δασμούς στην ΕΕ, ενδεχομένως από τον Απρίλιο, σύμφωνα με τις
ανέφεραν πηγές. Από την άλλη πλευρά, αντίποινα από την ΕΕ θα έκαναν ακόμη πιο θολή την κατάσταση, αυξάνοντας τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού. Από την άλλη πλευρά, αν η Γερμανία προχωρήσει στα σχέδια δαπανών για άμυνα και υποδομές, τότε θα μπορούσε να αυξήσει την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό και να κάνει μια μείωση των επιτοκίων τον Απρίλιο λιγότερο πιθανή.
Οι πηγές πρόσθεσαν ότι η τελική διατύπωση της ΕΚΤ ότι η νομισματική πολιτική είναι λιγότερο περιοριστική ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού πριν από τη συνεδρίαση.
Κάποιοι ήθελαν να διατηρήσουν μια προηγούμενη αναφορά στο ότι η πολιτική είναι «περιοριστική», που σημαίνει ότι τα ποσοστά ήταν αρκετά υψηλά για τον περιορισμό της οικονομικής ανάπτυξης, ενώ άλλοι ζήτησαν την αφαίρεση αυτής της λέξης.