Το επενδυτικό κλίμα σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές είναι το πιο αρνητικό των τελευταίων τριών δεκαετιών, ωστόσο η απαισιοδοξία των διαχειριστών κεφαλαίων δεν αντικατοπτρίζεται πλήρως στην κατανομή των περιουσιακών τους στοιχείων, κάτι που θα μπορούσε να σημαίνει περισσότερες απώλειες για τις αμερικανικές μετοχές, αναφέρει έρευνα της Bank of America.
Οι διαχειριστές κεφαλαίων είναι εξαιρετικά απαισιόδοξοι, με το 82% των ερωτηθέντων στη μηνιαία έρευνα της BofA να αναμένουν αποδυνάμωση της παγκόσμιας οικονομίας. Κατά συνέπεια, ένας αριθμός ρεκόρ των επενδυτών σκοπεύει να μειώσει την έκθεσή του σε αμερικανικές μετοχές, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση.
Οι διαχειριστές κεφαλαίων είναι «μέγιστα πτωτικοί στα μακροοικονομικά και όχι ακριβώς απόλυτα πτωτικοί στην αγορά», επισημαίνουν σε σημείωμα οι στρατηγικοί αναλυτές της BofA με επικεφαλής τον Μάικλ Χάρτνετ, όπως αναφέρει το Bloomberg.
Η «κορυφή του φόβου» δεν αντικατοπτρίζεται ακόμη στις κατανομές μετρητών, οι οποίες επί του παρόντος ανέρχονται στο 4,8% των περιουσιακών στοιχείων και αναμένεται να αυξηθούν στο 6%, τονίζει η έκθεση.
Η υψηλή αβεβαιότητα γύρω από την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ και η απότομη αύξηση της αστάθειας στις χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν αναστατώσει τους επενδυτές μετοχών. Οι αμερικανικές μετοχές έχουν υποαποδώσει φέτος εν μέσω ανησυχιών ότι ο εμπορικός πόλεμος του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ θα βλάψει την ανάπτυξη, με το 42% των ερωτηθέντων στην έρευνα να δηλώνει ότι μια ύφεση είναι πιθανή στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Ο S&P 500 έχει ανακάμψει από το χαμηλό αυτού του μήνα, αλλά η πτώση του κατά 8,1% από την αρχή του έτους υστερεί σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς και κινεζικούς δείκτες αναφοράς. Οι στρατηγικοί αναλυτές της BofA αναμένουν ότι τα χαμηλά του Απριλίου θα διατηρηθούν βραχυπρόθεσμα και προειδοποίησαν ότι «η μεγάλη άνοδος απαιτεί μεγάλη χαλάρωση των δασμών, μεγάλες μειώσεις επιτοκίων από την Fed ή/και ανθεκτικότητα των οικονομικών δεδομένων».
Στην παγκόσμια δημοσκόπηση που διεξήχθη από τις 4 έως τις 10 Απριλίου, συμμετείχαν 164 άτομα με υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία ύψους 386 δισεκατομμυρίων δολαρίων.