Καμία αρνητική επίπτωση δεν θα έχει για τις τράπεζες η έξοδος από το Μνημόνιο, καθώς λύση που επεξεργάζεται ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) σε συνεργασία με τα πιστωτικά ιδρύματα και τους θεσμούς, θα οδηγήσει σε βελτίωση των επίπεδων ρευστότητας των τραπεζών μετά την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα στήριξης.
Έως σήμερα εκφράζονταν ανησυχίες ότι τα οφέλη που απολαμβάνουν οι τράπεζες λόγω της πρόσβασης που τους εξασφαλίζει το Μνημόνιο στη ρευστότητα της ΕΚΤ, θα χάνονταν μετά το τέλος του προγράμματος.
Χαρακτηριστική είναι η προειδοποίηση που απηύθυνε προσφάτως η Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με την οποία: « H αποσαφήνιση της μορφής που θα λάβει η στήριξη της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του προγράμματος είναι σημαντική, στην περίπτωση που μέχρι τότε δεν θα έχει βελτιωθεί η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας, και για έναν πρόσθετο λόγο: για να μην απολεσθεί η δυνατότητα των ελληνικών ομολόγων (α) να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και (β) να συμμετάσχουν στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), είτε στην κανονική του διάρκεια είτε στη διάρκεια της επανεπένδυσης σε νέους τίτλους».
Και τα δύο αυτά προβλήματα φαίνεται πως ξεπερνιούνται μέσα από λύση που μελετούν υπουργείο Οικονομικών και θεσμοί. Τι προβλέπει αυτή η λύση; Προβλέπει ότι μέρος των 18 δισ. ευρώ από το «μαξιλάρι ασφαλείας» που θα σχηματίσει το Δημόσιο για τη μετά το Μνημόνιο εποχή αντί να κατατεθεί στο λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος θα κατατεθεί στις εμπορικές τράπεζες.
Αυτομάτως αυτή η λύση θα καταστήσει αχρείαστη την ανάγκη πρόσβασης των τραπεζών στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος ή στον ELA, καθώς θα τις τροφοδοτήσει με φρέσκες καταθέσεις ύψους 10 δισ. ευρώ περίπου. Με τη κίνηση αυτή θα μειωθεί το έλλειμμα ρευστότητας των τραπεζών, δηλαδή η διαφορά μεταξύ των δανείων που έχουν χορηγήσει και των καταθέσεων τους και κυρίως δεν θα έχουν λόγο να κάνουν χρήση του ELA, ο οποίος τους παρέχει ρευστότητα με επιτόκιο 1,55%.
Αν και το επιτόκιο που θα δίνουν οι τράπεζες στο Δημόσιο για τα χρήματα αυτά δεν έχει καθοριστεί εκτιμάται πως θα είναι κοντά στο 1%, γεγονός που σημαίνει πως το Δημόσιο θα κερδίζει 100 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση τουλάχιστον.
Παράλληλα, η μεταφορά καταθέσεων 10 δισ. ευρώ στις τράπεζες θα λειτουργήσει καταλυτικά προς την πορεία άρσης των capital controls, ενώ θα στηρίξει αισθητά και την ψυχολογία των καταθετών που θα γνωρίζουν πως τα ιδρύματα είναι σε καλύτερη κατάσταση.
Η μόνη προϋπόθεση για να προχωρήσει η όλη κίνηση είναι να καλυφθούν εγκαίρως τα όποια κεφαλαιακά κενά αναδείξουν τα τεστ αντοχής της ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες, ώστε η επομένη ημέρα τόσο της μεταμνημονιακής Ελλάδος όσο και των τραπεζών να μην έχει καμία σκιά.