Νέα μέτρα και πλεονάσματα μαμούθ προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο

Θανάσης Κουκάκης
Viber Whatsapp
Μοιράσου το
Νέα μέτρα και πλεονάσματα μαμούθ προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο

Νέα μέτρα ύψους άνω των 4,9 δισ. ευρώ την περίοδο 2019-2022 περιγράφει το νέο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής που κατατέθηκε την Παρασκευή στη Βουλή και το οποίο αναφέρεται εκτενώς στους κινδύνους με τους οποίους ενδεχομένως θα βρεθεί αντιμέτωπη η ελληνική οικονομία μετά από την έξοδο από το πρόγραμμα.

Στο νέο Μεσοπρόθεσμο διατυπώνεται η εκτίμηση πως το πρωτογενές πλεόνασμα εφέτος θα διαμορφωθεί στο 3,56% του ΑΕΠ, το 2019 στο 3,96%, το 2020 θα ανέβει στο 4,15%, το 2021 στο 4,53% και θα σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ το 2022 κλείνοντας στο 5,19% του ΑΕΠ.

Οι δημοσιονομικές αυτές επιδόσεις σχετίζονται κυρίως με τις παρεμβάσεις σε συντάξεις και αφορολόγητο. Το σύνολο των παρεμβάσεων στους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης θα ανέλθει στα 3,020 δισ. ευρώ το 2019, ενώ το επόμενο έτος το κουρεμένο αφορολόγητο θα φέρει 1,920 δισ. ευρώ.

Στη βάση αυτή ο δημοσιονομικός χώρος -η διαφορά μεταξύ του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος που προβλέπει το πρόγραμμα, δηλαδή του 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022, και του στόχου που θεωρεί πως θα πιάσει η κυβέρνηση- θα ανέλθει στα 111 εκατ. ευρώ το 2018, το 2019 θα ανέλθει στα 866 εκατ. ευρώ, θα αυξηθεί στα 1,287 δισ. ευρώ το 2020, στα 2,112 δισ. ευρώ το 2021 και θα ανέλθει σε 3,582 δισ. ευρώ το 2022. Δηλαδή από σήμερα έως το 2022 θα ανέλθει σε 7,9 δισ. ευρώ.

Ειδικότερα το 2019 δημοσιονομικός χώρος 700 εκατ. ευρώ θα διατεθεί αποκλειστικά σε παρεμβάσεις μείωσης των φορολογικών βαρών, ενώ πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος του 2020 θα διατεθεί κατά 75% σε νέες φορολογικές ελαφρύνσεις και κατά 25% σε κοινωνικές δαπάνες, ενώ αυτός των ετών 2021-2022 θα διατεθεί ισόποσα μεταξύ φορολογικών ελαφρύνσεων και κοινωνικών δαπανών.

Στο νέο Μεσοπρόθεσμο σημειώνεται πως η ομαλή ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος στήριξης αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την επαλήθευση των μεσοπρόθεσμων εκτιμήσεων για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ενώ μεταξύ άλλων συνδέεται με την εξομάλυνση της καμπύλης αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, και άρα με το κόστος εξυπηρέτησης των χρηματοδοτικών αναγκών της οικονομίας στο μεσοπρόθεσμο διάστημα.

Στη βάση αυτή σημειώνεται πως η πολιτική και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η διατήρηση των θετικών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και η ομαλή επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων με την ολοκλήρωση του προγράμματος στήριξης τον Αύγουστο του 2018, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα έτη.

Στο Μεσοπρόθεσμο γίνεται και έμμεση αναφορά στην καθαρή «έξοδο» από το Μνημόνιο. Στο κείμενο τονίζεται πως «βραχυπρόθεσμα η δημιουργία ταμειακών αποθεματικών, που βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη προκειμένου να διευκολυνθεί η εξυπηρέτηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας στην αμέσως μετά το τέλος του προγράμματος εποχή, θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ για τη θωράκισή της».

Ακόμη, σημειώνεται πως το προσεχές χρονικό διάστημα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, καθώς πρέπει να επιβεβαιωθεί η απρόσκοπτη πρόσβαση του Δημοσίου στις κεφαλαιαγορές και να συνεχιστούν οι επαφές με τους θεσμικούς μας εταίρους για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και την περαιτέρω δημιουργία ταμειακών διαθεσίμων ασφαλείας, τα οποία θα εξασφαλίσουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Οι εκτιμήσεις για ανάπτυξη - επενδύσεις

Στο Μεσοπρόθεσμο διατυπώνονται θετικές εκτιμήσεις για την πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών. Εκτιμάται πως η ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί περαιτέρω μετά το 2018, κυμαινόμενη σταθερά πάνω από το 2% σε ετήσια βάση έως και το 2021, και στο 2,1% κατά μέσο όρο στο σύνολο της περιόδου 2018-2022.

Η συνεισφορά των επενδύσεων στην πραγματική ανάπτυξη εκτιμάται ότι θα κορυφωθεί στις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το 2019, με το μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων στο 9,2% μεταξύ 2018 και 2022. Στο τέλος της μεσοπρόθεσμης περιόδου, ο όγκος των επενδύσεων αναμένεται να έχει επανακάμψει στο υψηλότερο επίπεδο από το 2011, εξακολουθώντας όμως να μετρά απώλειες 41,2% του επιπέδου του πριν την έναρξη της καθοδικής πορείας του το 2008.

Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να διπλασιάσει τη συνεισφορά της στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2019, και να τη διατηρήσει περίπου στο 0,8% του ΑΕΠ στην υπόλοιπη μεσοπρόθεσμη περίοδο. Ο αντίστοιχος ετήσιος ρυθμός αύξησης του όγκου της ιδιωτικής κατανάλωσης εκτιμάται στο 1,0% το 2019 και στο 1,2% σταθερά μεταξύ 2020 και 2022, εν μέσω αντίστοιχης αύξησης στην πραγματική μισθολογική δαπάνη της οικονομίας κατά 1,8% μεταξύ 2019 και 2022, και στον πραγματικό μέσο μισθό κατά 0,5% την περίοδο 2018-2022.

Η πραγματική δημόσια κατανάλωση εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να ανακάμπτει μεσοπρόθεσμα, αλλά με οριακό μέσο ρυθμό 0,4% την περίοδο 2019-2022 και πιο οριακή συνεισφορά στο ΑΕΠ (0,1% του ΑΕΠ προηγούμενου έτους).

Ο εξωτερικός τομέας αναμένεται ότι θα επιδρά οριακά αρνητικά στην πραγματική ανάπτυξη στη μεσοπρόθεσμη περίοδο (κατά -0,05% του ΑΕΠ μεταξύ 2019 και 2022 κατά μέσο όρο), καθώς η θετική συνεισφορά του ισοζυγίου υπηρεσιών αναμένεται να αντισταθμίζεται σε κάθε έτος από την μείωση των καθαρών εξαγωγών αγαθών, ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης των εισαγωγών αγαθών.

Τέλος, ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί το 2019, στο 1,2% έναντι 0,6% το 2018, και έπειτα να σημειώσει πιο συγκρατημένη αύξηση, κατά περίπου 0,2 ποσοστιαίες μονάδες κατ’ έτος έως το 2022. Ως εκ τούτου, στο τέλος της μεσοπρόθεσμης περιόδου ο ρυθμός αύξησης των τιμών εκτιμάται στο 1,7%, αισθητά χαμηλότερα από τον στόχο 2% της ΕΚΤ για το μέσο πληθωρισμό στην Ευρωζώνη.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider