Πανηγυρισμοί, σφιγμένες γροθιές και δυνατές αγκαλιές, επικλήσεις στον εκάστοτε Θεό, ανέμισμα της σημαίας... Κάθε φορά που ανακοινώνεται η νικήτρια χώρα που θα αναλάβει την διοργάνωση της επόμενης Ολυμπιάδας, το σκηνικό επαναλαμβάνεται με την ευφορία να διακατέχει τις υπεύθυνες αντιπροσωπείες. Αμέσως μόλις υποχωρήσει ο ενθουσιασμός, μπαίνει στο τραπέζι η ατέρμονη συζήτηση σχετικά με το κόστος και τα οφέλη της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, με το πρώτο σκέλος της εξίσωσης να έχει εκτοξευθεί και το δεύτερο να μην είναι καθόλου ξεκάθαρο. Την ώρα που το Παρίσι έχει πλημμυρίσει από αθλητές και θεατές, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2024 αποτελούν το πιο πρόσφατο τεστ για το που θα γείρει τελικά η ζυγαριά...
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Τόκιο του 2020 συνέχισαν ένα σερί δεκαετιών υπέρβασης κόστους, το οποίο αυξήθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο μετά από την άνευ προηγουμένου καθυστέρηση λόγω της πανδημίας. Τρία χρόνια αργότερα, το Παρίσι έχει να αντιμετωπίσει με την σειρά του ένα «φουσκωμένο» λογαριασμό πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Την ώρα που αρκετές υποψήφιες πόλεις για μελλοντικούς αγώνες έχουν αποσύρει τις προσφορές τους, άλλες πρώην διοργανώτριες εξακολουθούν να παλεύουν με τα χρέη που δημιουργήθηκαν...
Η γενική αντίληψη είναι πως η ανάληψη των Αγώνων αποτελεί μοναδική ευκαιρία να αναπτυχθούν ταχύτατα οι υποδομές και τα projects που θα αναδείξουν και εξελίξουν την εκάστοτε πόλη. Aυτό δεν συνέβη στην περίπτωση της Αθήνας, όπου η διοργάνωση του 2024, παρά το αίσθημα υπηρηφάνειας που καλλιέργησε, εκτροχιάστηκε από τον αρχικό προϋπολογισμό και αύξησε το ελληνικό χρέος σε τέτοιο βαθμό που προκάλεσε στη χώρα οικονομική ασφυξία με παράπλευρες επιπτώσεις που διαχύθηκαν στην Ευρώπη. Στο ίδιο μήκος κύματος εξελίχθηκαν τα πράγματα και για το Ρίο Ντε Τζανέιρο, αφού μετά το τεράστιο πάρτι που στήθηκε στην πόλη το 2016, τα περισσότερα ολυμπιακά ακίνητα έμειναν ανεκμετάλλευτα, όπως το Ολυμπιακό Χωριό που είχε κοστίσει 700 εκατομμύρια δολάρια. Το σχέδιο να μετατραπεί σε ένα πολυτελές συγκρότημα κατοικιών, δεν υλοποιήθηκε ποτέ... Τα μεγάλα στάδια που μένουν άδειοι σκελετοί μετά το πέρας των αγώνων, είναι πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι περισσότερες πόλεις διοργανώτριες. Το Ολυμπιακό στάδιο του Σίδνει κοστίζει στην πόλη 30 εκατ. δολάρια για να συντηρηθεί, ενώ το εθνικό στάδιο του Πεκίνου, η περίφημη «Φωλιά του Πουλιού» κόστισε 460 εκατ. δολάρια για να φτιαχτεί ενώ απαιτούνται 10 εκατ. δολάρια το χρόνο για τη συντήρησή του.
Για το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ένα διαχειρίσιμο «βάρος» για τις πόλεις που τους διοργάνωναν. Οι Αγώνες πραγματοποιούνταν σε πλούσιες χώρες, είτε στην Ευρώπη είτε στις Ηνωμένες Πολιτείες, και την εποχή πριν από την τηλεοπτική μετάδοση, με τους οικοδεσπότες να μην αναμένουν τεράστια κέρδη. Την δεκαετία του 1970 αυτό άλλαξε, αφού ο αριθμός των αθλητών είχε σχεδόν διπλασιαστεί από τις αρχές του εικοστού αιώνα, ενώ οι αγώνες είχαν αυξηθεί κατά ένα τρίτο τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Είναι χαρακτηριστικό πως το 1972, το Ντένβερ έγινε η πρώτη και μοναδική επιλεγμένη πόλη που απέρριψε την ευκαιρία να φιλοξενήσει τους Χειμερινούς Αγώνες του 1976, αφού οι πολίτες πέρασαν δημοψήφισμα αρνούμενοι πρόσθετες δημόσιες δαπάνες για τους αγώνες.
Όπως σημειώνουν οι New York Times, κατά τη διάρκεια μιας διαφορετικής εποχής - πριν το κόστος της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων ανέλθει στο ΑΕΠ ορισμένων εθνών μεσαίου μεγέθους και το όνειρο της προώθησης της παγκόσμιας αρμονίας μέσω του αθλητισμού γκρεμιστεί από μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων (Μόναχο το 1972), σκάνδαλα ντόπινγκ (σε πολλούς και διάφορους Αγώνες), μποϊκοτάζ (Μόσχα το 1980, Λος Άντζελες το 1984) και βομβαρδισμούς (Ατλάντα το 1996), μεταπολεμικές πόλεις όπως η Ρώμη (1960) και το Τόκιο (1964) χρησιμοποίησαν τους Αγώνες ως ένα «πάρτι ανακοίνωσης» των νέων οικονομικών και κοινωνιών τους.
Υπάρχει και η ιδιαίτερη εξαίρεση της Νέας Υόρκης που ήταν τόσο σίγουρη πως θα κέρδιζε τους Αγώνες του 2012 που κατά τη προετοιμασία της υποψηφιότητά της, μία ομάδα είχε «τρέξει» πολλά σχέδια χαρτογράφησης τοποθεσιών που θα μπορούσαν να μετατραπούν σε πάρκα, κατοικίες και πύργους γραφείων μετά το πέρας των Αγώνων. Όταν το Λονδίνο ανέλαβε τελικά τους Αγώνες, η Νέα Υόρκη προχώρησε λίγο-πολύ τα σχέδια, αναζωογονώντας πολλά σημεία της, χωρίς να χρειαστεί να ξοδέψει δισεκατομμύρια δολάρια σε ένα βραχύβιο αθλητικό γεγονός, εν μέσω μάλιστα τότε μίας παγκόσμιας ύφεσης. Πολλοί υποστήριξαν ότι η πόλη στην πραγματικότητα «κέρδισε», χάνοντας.
«Barcelona Effect»: Έκανε καλό και κακό
Η εντύπωση πως οι Ολυμπιακοί Αγώνες μπορούν να αναμορφώσουν την πόλη που διοργανώνονται, εδραιώθηκε από την Βαρκελώνη το 1992, αφού η πόλη μεταμορφώθηκε προς το καλύτερο. Μια πόλη σε παρακμή, η Βαρκελώνη παρουσιάστηκε αγνώριστη και συναρπαστική, με λαμπερές νέες παραλίες, διευρυμένο δίκτυο συγκοινωνιών και τηλεπικοινωνιών, σύγχρονα μουσεία, δημόσιες πλατείες γεμάτες με έργα τέχνης και ένα μοντέρνο, ανοιχτό κέντρο πόλης που συνδέεται με τη θάλασσα. Το «Barcelona Effect» έγινε το «πάτημα» για να πειστούν οι διστακτικές πόλεις για να φιλοξενήσουν τους αγώνες και να αποκτήσουν μοναδική αστική κληρονομιά. Κι όμως, υπήρχε η αναμόρφωση της πόλης είχε ξεκινήσει πριν από την υποψηφιότητα για τους Αγώνες. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μετά το θάνατο του δικτάτορα της Ισπανίας, Φρανσίσκο Φράνκο, εφαρμόστηκε ένα σχέδιο αστικής ανανέωσης για την πρωτεύουσα της Καταλονίας. Έχοντας κατά νου μια πιθανή Ολυμπιακή προσφορά, ξεκίνησε τη δεκαετία του '80 η ανακατασκευή των υποδομών. Αυτές και άλλες αλλαγές, που επιταχύνθηκαν από την προθεσμία για τους Αγώνες, μετέτρεψαν την πόλη σε ένα πλούσιο ευρωπαϊκό στολίδι και τουριστική Μέκκα.
Αλλά αυτή η μεταμόρφωση είχε και κόστος. Πολυτελή ξενοδοχεία και ανάπτυξη υψηλού επιπέδου γέμισαν την πόλη, με τις οικογένειες που αναζητούν πιο οικονομικά σπίτια να βρίσκονται σε αδιέξοδο λόγω του φαινομένου του airbnb. Τον Ιούλιο χιλιάδες ντόπιοι, που υποφέρουν από την έλλειψη στέγης, το αυξανόμενο κόστος ζωής και τον συνωστισμό, βγήκαν στους δρόμους εκτοξεύοντας τουρίστες με νεροπίστολα και επιγραφές που έλεγαν στους επισκέπτες: “You are not welcome.”
Πόλεις όπως η Βαρκελώνη, το Τόκιο, το Παρίσι και το Ρίο, τα είδη των πόλεων που διεκδικούν να φιλοξενήσουν τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, αντιμετωπίζουν όλες παρόμοιες πληγές σήμερα — γηρασμένες υποδομές, μορφωμένο εργατικό δυναμικό που αυξάνει τις τιμές των κατοικιών και το κόστος όλων των άλλων και διεύρυνση των κοινωνικών και ταξικών διαφορών — εν ολίγοις, τα σημάδια της παγκοσμιοποίησης.
Οι Αγώνες διασταυρώνονται με αυτές τις αστικές κρίσεις του 21ου αιώνα με διάφορους, συχνά άβολους τρόπους. Η στρατηγική των υποστηρικτών των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν να πλαισιώσουν τους Αγώνες ως μια ευκαιρία για τον μετριασμό αυτών των προκλήσεων. Όμως, όπως αποδεικνύεται στην περίπτωση της Βαρκελώνης, η οικοδόμηση πόλεων είναι ένα ακατάστατο, μακροπρόθεσμο εγχείρημα, ενώ ακόμη και αυτό που αρχικά φαίνεται ως «πρόοδος», έχει συχνά σημαντικό τίμημα. Το ερώτημα δεν είναι πλέον αν οι Ολυμπιακοί Αγώνες ωφελούν τις πόλεις – η ιστορία μας λέει ότι είναι κυρίως καλοί για τους πλούσιους, αλλά το πως πλέον φαντάζει η επιτυχία.
Σεν Σαν Ντενί: Σχέδιο «Mixity»
Την ώρα που εν μέσω μιας πρωτόγνωρης πολιτικής αβεβαιότητας το Παρίσι προσπαθεί να βάλει σε μία τάξη τα δημοσιονομικά του, της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, η πόλη προσπαθεί ζει και αναπνέει στους ρυθμούς των Αγώνων. Το Παρίσι είχε κοστολογήσει τον προϋπολογισμό τους περίπου 8 δισεκατομμύρια δολάρια όταν κέρδισε την υποψηφιότητα το 2017. Η πόλη έκτοτε αύξησε τον προϋπολογισμό της κατά αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι διοργανωτές έχουν εξασφαλίσει μέχρι στιγμής 750 εκατ. ευρώ από τηλεοπτικά δικαιώματα, 1,2 δισ. από τους χορηγούς, επιπλέον 1,2 δισ. ευρώ από τις πωλήσεις εισιτηρίων, κάποια έσοδα από την οργανωτική επιτροπή και όλα αυτά φθάνουν να ισοσκελίσουν τα έξοδα. Ωστόσο, το διακύβευμα είναι τι θα αφήσει ο κόσμος στο Παρίσι κατά την παραμονή του για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι προβλέψεις κάνουν λόγο για έσοδα 30 δισ. ευρώ από όσους θα επισκεφθούν το Παρίσι, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις.
Όπως αναφέρει το αμερικανικό Think Tank, Council on Foreign Relations, σύμφωνα με ανάλυση της S&P Global Ratings, το κόστος κατανέμεται σχετικά ομοιόμορφα μεταξύ των λειτουργικών εξόδων και των νέων υποδομών, και εάν το τελικό κόστος παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα, το Παρίσι θα φιλοξενήσει τους φθηνότερους καλοκαιρινούς αγώνες εδώ και δεκαετίες.
Συγκεκριμένα το Παρίσι στοχεύει στην αστική αναγέννηση του Σεν Σαν Ντενί. Περίπου 1,5 δισ. δολάρια από το budget θα διοχετευθούν για την αναδόμηση ενός από τα πιο φτωχά μέρη της Γαλλίας. Πρόκειται για έναν πυκνό οικισμό από περίπου 40 μικρές πόλεις στη βορειοανατολική περιφέρεια της πρωτεύουσας της Γαλλίας, που χωρίζονται φυσικά από έναν περιφερειακό δρόμο που ονομάζεται Boulevard Périphérique. Τα τελευταία χρόνια, τμήματα του Σεν Σαν Ντενί, όπως η πόλη του St.-Ouen, η οποία περιλαμβάνει ένα κομμάτι του Ολυμπιακού Χωριού, άρχισαν να αναπτύσσονται. Ωστόσο το Σεν Σαν Ντενί παραμένει ως επί το πλείστον συνώνυμο με την ανεργία, την εγκληματικότητα και τη μετανάστευση, και υπάρχει μακρά ιστορία αποτυχημένων κυβερνητικών προγραμμάτων για τη διάσωσή του από τη φτώχεια και την απομόνωση που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970.
Το νεόκτιστο Ολυμπιακό Χωριό στο Σεν Σαν Ντενί, στα περίχωρα του Παρισιού, χτίστηκε εν μέρει από ιδιώτες επενδυτές, σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που έχει γίνει κοινό για τις πόλεις που διοργανώνουν τους Αγώνες. Όταν τελειώσουν, ορισμένοι από τους κοιτώνες θα μετατραπούν σε οικονομικά προσιτή στέγαση. Και ελπίζουν τα οφέλη να είναι πολύ καλύτερα από το εντυπωσιακό Stade de France που είχε χτιστεί για το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου το 1998, αφού οι γύρω κάτοικοι του Σεν Σαν Ντενί δεν είδαν τη ζωή τους να αλλάζει από αυτό.
Η ιδέα, αυτή τη φορά, είναι ότι η ανάπτυξη μεικτής χρήσης και μεικτού εισοδήματος θα επιτύχει καλύτερα αποτελέσματα. Το Ολυμπιακό Χωριό, το έργο 40 αρχιτεκτόνων που ακολουθούν ένα γενικό σχέδιο του Dominique Perrault, έχει σχεδιαστεί για να στεγάζει διάφορους ενοικιαστές, καταστήματα και επιχειρήσεις μετά τους Αγώνες. «Mixity» που η λέξη κλειδί που χρησιμοποιούν επανειλημμένα από Γάλλους αξιωματούχους. Οι κοιτώνες θα μετατραπούν σε 2.800 διαμερίσματα, περισσότερα από το ένα τρίτο που θα νοικιαστούν από το κράτος σε κατοίκους και φοιτητές χαμηλότερου εισοδήματος, ενώ τα υπόλοιπα θα διατίθενται ιδιωτικά σε ενοικιαστές υψηλότερης κατηγορίας που αναζητούν στέγη σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που μπορεί να βρει κανείς στο κέντρο του Παρισιού. Σε ένα μοντέλο στο οποίο βασίζονται οι πόλεις για να διαχειριστούν το αστρονομικό κόστος της φιλοξενίας των Αγώνων, το χωριό είναι χτισμένο εν μέρει από ιδιώτες αναδόχους και θα το διαχειρίζονται από κοινού ιδιωτικές εταιρείες και η κυβέρνηση.
Στο Σεν Σαν Ντενί, την προοπτική του gentrification, η χωρική και κοινωνική διαδικασία αναδιάρθρωσης υποβαθμισμένων περιοχών της πόλης, την οποία πολλοί κατηγορούν διότι υφίστανται εκτοπισμό οι πιο αδύναμοι οικονομικά και τη θέση τους καταλαμβάνουν μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα, την έχουν αγκαλιάσει οι αριστεροί δήμαρχο. Ακόμα κι αν αυτή δεν είναι η λέξη που χρησιμοποιούν. Υποστηρίζουν πως το gentrification μεταφράζεται σε θέσεις εργασίας, επισημαίνει. Πολλές από τις συμβάσεις που ανατέθηκαν για ολυμπιακά κατασκευαστικά έργα στο Σεν Σαν Ντενί έχουν πάει σε τοπικές εταιρείες. Για παράδειγμα εταιρεία η οποία απασχολούσε δύο εργαζόμενους, αφού κέρδισε μια σύμβαση για τον σχεδιασμό θέσεων για το νέο Ολυμπιακό υδάτινο κέντρο, πλέον μετρά δύο εργοστάσια και απασχολεί δεκάδες άτομα.
Η αποτροπή της μετατροπής του gentrification σε εκτοπισμό απαιτεί νομική προστασία (και όχι μόνο), που υπάρχει στη Γαλλία για τους κατοίκους δημοσίων κατοικιών, οι οποίοι αποτελούν περίπου το 40% του πληθυσμού του Σεν Σαν Ντενί. Μένει να αποδειχθεί πόσο ισχυρές είναι αυτές οι προστασίες καθώς η Γαλλία, διχασμένη από αντιμεταναστευτικά αισθήματα, αντιμετωπίζει οικονομικές πιέσεις και άλλες προκλήσεις.