Τα στοιχεία που έδωσε προ ημερών στη δημοσιότητα η διοίκηση της Eurobank είναι εντυπωσιακά και ταυτόχρονα αποκαλυπτικά του τεράστιου προβλήματος που αντιμετωπίζει η αγορά: Από τις 800.000 συνολικά επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, μόνο οι 100.000 έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό! Δηλαδή, 7 στις 8 επιχειρήσεις στη χώρα μας είναι -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- αποκλεισμένες από την τραπεζική ρευστότητα.
Μάλιστα, ένα μεγάλο κομμάτι από αυτές δεν μπορεί να πάρει τραπεζικό δάνειο λόγω του μεγέθους τους, με τους ιδιοκτήτες τους να αναγκάζονται να πάρουν καταναλωτικό δάνειο ή ακόμη και στεγαστικό ή επισκευαστικό, προκειμένου να βάλουν «ζεστό χρήμα» στα ταμεία τους.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι σε μια εποχή ανατιμήσεων, ακριβών πρώτων υλών αλλά και πανδημίας, τα δεδομένα είναι εξαιρετικά δύσκολα για την πλειονότητα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα.
Την ίδια στιγμή, ακόμα και εκείνες οι επιχειρήσεις που καταφέρνουν να «καθαρίσουν» από τα χρέη του παρελθόντος, αξιοποιώντας κάποιας μορφής ρύθμιση ή ακόμη και κούρεμα, είναι defactoαποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό, ακριβώς λόγω του παρελθόντος τους.
Το τρίπτυχο συμπληρώνει το γεγονός ότι τα προγράμματα κρατικής ρευστότητας -όπως για παράδειγμα οι επιστρεπτέες προκαταβολές- αποτελούν πλέον παρελθόν, στερώντας από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις μια από τις βασικές πηγές μη τραπεζικής χρηματοδότησης εν μέσω πανδημίας.
Όλα αυτά, ενώ μια σειρά από κλάδοι βιώνουν συνθήκες «ελατηρίου», καταγράφοντας αλματώδη ζήτηση και ανάπτυξη. Με τη διαφορά ότι μια μεγάλη μερίδα επιχειρήσεων δεν μπορεί να δρέψει τους καρπούς της συγκυρίας, καθώς δεν έχει τα απαραίτητα χρήματα για να καλύψει τις ανάγκες σε πρώτες ύλες ή και ανθρώπινο δυναμικό που απαιτεί η αύξηση της ζήτησης.
Δημιουργούνται δηλαδή στην πράξη επιχειρήσεις δύο ταχυτήτων, θυμίζοντας εποχές capitalcontrols, όταν κερδισμένοι βγήκαν όσοι είχαν «ζεστό χρήμα» ενώ εκείνοι που ήταν «στεγνοί» είτε έχασαν όλες τις ευκαιρίες, είτε ακόμα και αναγκάστηκαν να διακόψουν τη λειτουργία τους.
Με τη διαφορά ότι η αλλαγή των δεδομένων αλλά και οι τεχνολογικές εξελίξεις δίνουν πλέον εναλλακτικές πηγές πρόσβασης στη χρηματοδότηση, ακόμα και για μικρές ή νεοφυείς εταιρείες. Αίρουν έτσι την ανισότητα, μετατρέποντας χιλιάδες επιχειρήσεις σε “bankable” ακόμα και αν δεν πληρούν τα «παραδοσιακά» τραπεζικά κριτήρια.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα Fintechπου έχει αφουγκραστεί τις ανάγκες των καιρών, αλλά και τα δεδομένα που αντιμετωπίζουν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι η Flexfin, η πρώτη μη τραπεζική εταιρεία παροχής υπηρεσιών Factoring στην Ελλάδα. Η βασική λειτουργία της Flexfin είναι να παρέχει ρευστότητα σε επιχειρήσεις, χρηματοδοτώντας τιμολογημένες απαιτήσεις έναντι των πελατών της, όπως γίνεται μέσω του Factoring.
Με τη διαφορά, ότι η Flexfin εγκρίνει τις χρηματοδοτήσεις δίνοντας μεγάλο βάρος στην πιστοληπτική ικανότητα του τελικού πελάτη, χωρίς να περιορίζεται από τα αυστηρά, τραπεζικά κριτήρια. Με απλά λόγια, αν μια επιχείρηση, όσο μικρή και αν είναι, έχει πελάτες αξιόπιστες εταιρείες, με καλό χρηματοοικονομικό προφίλ, τότε μπορεί να λάβει ρευστότητα για τα τιμολόγιά της.
Αυτό σημαίνει ότι άμεσα γίνονται “bankable” δεκάδες χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή, αλλά και εκείνες που στο παρελθόν είχαν θέματα με κόκκινα δάνεια.
Ταυτόχρονα, στην περίπτωση της Flexfin όλες οι διαδικασίες γίνονται ψηφιακά και άμεσα. Αρκούν λίγες μόνο ημέρες για να πραγματοποιηθεί το digital onboarding, δηλαδή να ξεκινήσει η συνεργασία ανάμεσα στη Flexfin και τις εταιρείες που θέλουν Factoring. Και εφόσον ολοκληρωθεί η ένταξη στην πλατφόρμα, τα τιμολόγια χρηματοδοτούνται ακόμη και αυθημερόν, και μάλιστα αποκλειστικά ηλεκτρονικά.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η τεχνολογία «σπάει» τα παραδοσιακά δεσμά της χρηματοδότησης, δίνοντας άμεση, εύκολη και συμφέρουσα λύση στο θέμα των “nonbankable” επιχειρήσεων, αλλά και για όσες θέλουν άμεση ρευστότητα προκειμένου να χρηματοδοτήσουν και να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους.
Αποδεικνύεται έτσι για ακόμη μια φορά ότι οι Fintech μπορούν να αποτελέσουν καταλύτη εξελίξεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα αλλά και να λειτουργήσουν ευεργετικά για το σύνολο της οικονομίας αλλά και των επιχειρήσεων, καλύπτοντας ανάγκες που δεν ικανοποιεί το «παραδοσιακό» χρηματοπιστωτικό σύστημα.