Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα διαχρονικά στοιχεία της Eurostat, καταγράφεται ο υψηλότερος αριθμός ωρών εργασίας, με 42,6 ώρες την εβδομάδα για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης. Σύμφωνα δε, με εθνικές έρευνες, ελάχιστο ποσοστό των εργαζόμενων, αμείβεται τις πραγματικές ώρες εργασίας του, ενώ διαχρονικά οι έλεγχοι της βαθιά υποστελεχωμένης Επιθεώρησης Εργασίας (με σχεδόν 30 ελεγκτές στην Περιφέρεια Αττικής για 1,3εκ. μισθωτούς εργαζόμενους -το 50% της χώρας-) καταγράφουν συνεχιζόμενες υπερβάσεις του ωραρίου.
Στη σημερινή εποχή μας, που η ψηφιακή τεχνολογία ξεπερνά καθημερινά, κάθε όριο καινοτομίας κι ανατρέπει όλα όσα μέχρι σήμερα γνωρίζαμε σχετικά με το εύρος των δυνατοτήτων της, θα περίμενε κανείς ότι ο σχεδιασμός κι η στρατηγική υλοποίησης της ψηφιακής κάρτας εργασίας, θα έλυνε καίρια ένα μακροχρόνιο πρόβλημα αντικειμενικής καταγραφής και επακόλουθα της αναλογούσας πληρωμής στον εργαζόμενο για την υπέρβαση του συμβατικού χρόνου εργασίας του, θέτοντας έτσι την εισαγωγή της, ως μέτρο στην πλήρη της θετική της διάσταση.
Η συγκεκριμένη ανισορροπία, για τον κόσμο της εργασίας, δημιουργεί φαινόμενα παρανομίας κι αδικίας έναντι του αδύναμου εργαζόμενου ενώ πρέπει και μπορεί τεχνικά, να επιλυθεί μόνο μέσα από την ορθή και συμπεριληπτική χρήση της ψηφιακής κάρτας εργασίας.
Με μια και μόνο αυτοματοποιημένη αλγοριθμική διασταύρωση των καταγραφόμενων και υφιστάμενων δεδομένων που τηρούνται με τη ψηφιακή κάρτα εργασίας (δηλ: πραγματοποιηθείσες μηνιαίες ώρες εργασίας πέραν του συμβατικού ωραρίου και καταβληθείσες αποδοχές προς τον εργαζόμενο), θα μπορεί να ελέγχεται και να διασταυρώνεται στην πηγή από το Υπουργείο Εργασίας και την Επιθεώρηση Εργασίας, η τήρηση της νομιμότητας για την καταβολή των δεδουλευμένων ωρών εργασίας πέραν του συμβατικού ωραρίου και χωρίς καμία παρέμβαση.
Αυτή η διάσταση και η λειτουργία, από τις μέχρι σήμερα οδηγίες και τεχνικές προδιαγραφές και λειτουργίες της ψηφιακής κάρτας εργασίας από το Υπουργείο Εργασίας, δεν ενσωματώνονται ώστε να αξιοποιούνται τα δεδομένα-πληροφορίες, που δημιουργούνται με τη καθημερινή χρήση της.
Η αναλογούσα πληρωμή της καταγραφόμενης υπέρβασης του συμβατικού χρόνου εργασίας μεταφέρεται από τον εργοδότη, αν και ο ίδιος ο εργοδότης δίνει την εντολή για υπέρβαση του ωραρίου, προς τον αδύναμο εργαζόμενο.
Έτσι ο εργαζόμενος εάν δεν πληρωθεί την υπέρβαση του χρόνου εργασίας του, (αφού πρώτα έχει εξασφαλισθεί ότι έχει καταγραφεί…) τότε σύμφωνα με τις διατάξεις για τη ψηφιακή κάρτα εργασίας, έχει το δικαίωμα να εκδώσει διαταγή πληρωμής κατά του εργοδότη του, στην Επιθεώρηση Εργασίας, και σύμφωνα με τα δεδομένα που υπάρχουν καταχωρημένα για μια πενταετία στην κάρτα εργασίας, αφήνοντας με αυτό τον τρόπο αναξιοποίητα τα διαθέσιμα στοιχεία και με το Υπουργείο Εργασίας να κάνει πως δε ξέρει ποιες είναι οι υποχρεώσεις του εργοδότη.
Η αναγκαία ενσωμάτωση της ηλεκτρονικής διασταύρωσης των δεδομένων που δημιουργούνται στην ψηφιακή κάρτα εργασίας, είναι η κίνηση εκείνη, που: α) πραγματικά επιδιορθώνει αποτελεσματικά τις υπάρχουσες αδυναμίες και αξιοποιεί την αντικειμενική καταγραφή του πραγματικού χρόνου εργασίας, β) εξαλείφει την υποδηλωμένη εργασία και την κάθε μορφής εργοδοτική αυθαιρεσία, γ) αυξάνει την απασχόληση, δ) βελτιώνει τους μισθούς, ε) αυξάνει τα πάσης φύσεως δημόσια έσοδα, στ) δημιουργεί συνθήκες δίκαιης αμοιβής και εργασίας, ζ) προωθεί την έμπρακτη συνταγματική προστασία του κράτους για την εργασία και παράλληλα υπηρετεί την αναγκαία κοινωνική συνοχή και τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων.
Η Ο.Τ.Ο.Ε. στο πλαίσιο των παρεμβάσεων της, απέστειλε ειδική επιστολή προς τις Διοικήσεις των Τραπεζών για την ψηφιακή κάρτα εργασίας, προκειμένου να αποτελέσει μέσο διασφάλισης του συμβατικού ωραρίου όλων των τραπεζοϋπαλλήλων, με ορθή καταγραφή τού πραγματικού χρόνου εργασίας και άμεση καταβολή της νόμιμα προβλεπόμενης αμοιβής σε οποιαδήποτε περίπτωση υπέρβασης του συμβατικού ωραρίου (υπερεργασία, υπερωρία, κλπ) ενώ καλεί κάθε εργαζόμενο να αναφέρει στη συλλογική του εκπροσώπηση κάθε παραβατικό φαινόμενο που εμφανίζεται.
Κλείνοντας, δίχως τη λειτουργία της αυτοματοποιημένης διασταύρωσης των ωρών εργασίας πέραν του συμβατικού ωραρίου και αμοιβής, η ψηφιακή κάρτα εργασίας, θα είναι ένα λυσιτελές και γραφειοκρατικό στην ουσία του ψηφιακό έργο, που δεν θα επιλύει στη ρίζα του, ένα χρόνιο πρόβλημα της ελληνικής αγοράς εργασίας, της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και της παραβατικότητας δηλαδή, σχετικά με τη τήρηση του συμβατικού ωραρίου εργασίας.
Ένα τελικό κι ουσιαστικό ερώτημα προκύπτει για τη ψηφιακή κάρτα εργασίας: Χρειαζόμαστε μια ψηφιακή γραφειοκρατία που μόνο αντιγράφει τη χειρόγραφη μέχρι σήμερα διαδικασία, που οριοθετεί τη μεταφορά ευθύνης της αμοιβής από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, τη συνέχιση συνολικά της παραβατικότητας ή έναν ολοκληρωμένο μηχανισμό που έμπρακτα και στο σύνολό του, αποδεικνύει τη συνταγματική προστασία της εργασίας από το Κράτος; Χρειάζεται απόδειξη!