Η μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση είναι ουσιαστικά μια διαδικασία προσαρμογής σε ένα νέο περιβάλλον το οποίο βασίζεται σε δεδομένα κατά πολύ διαφορετικά από αυτά στα οποία στηρίχθηκε η ανάπτυξη του κλάδου των μεταφορών επί δεκαετίες.
Η Deloitte παρακολουθεί τη διαχρονική εξέλιξη του κλίματος που διαμορφώνεται για την ηλεκτροκίνηση μέσα από ετήσιες έρευνες, οι οποίες αναδεικνύουν μια σειρά από τάσεις και προοπτικές.
Έως το 2020 οι τάσεις αναφορικά με την ηλεκτροκίνηση ήταν ιδιαίτερα θετικές, εκφραζόμενες κυρίως όμως ως μια μελλοντική προοπτική, με περιορισμένη ορατότητα, ειδικότερα σε μια περίοδο κατά την οποία οι τιμές των καυσίμων ήταν σχετικά χαμηλές.
Λίγο πριν την έξαρση του κορωνοϊού, άρχισε να συνδέεται η πρόθεση για την ηλεκτροκίνηση (περισσότερο από την Ευρώπη) με την ανάγκη μείωσης των ρύπων – εκείνη τη χρονική στιγμή καταγραφόταν μια σημαντική τάση προς τη μετάβαση σε ηλεκτροκίνητο όχημα, σε περίπτωση αύξησης των τιμών των καυσίμων (σχεδόν διπλασιασμός ενδιαφέροντος για κάθε 0,5 ευρώ αύξηση στην τιμή του λίτρου).
Κατά την περίοδο του κορωνοϊού όμως, άρχισε να εμφανίζεται μια ανασφάλεια ως προς τα δομικά χαρακτηριστικά της ηλεκτροκίνησης, δηλαδή ως προς τις δυνατότητες φόρτισης, την αυτονομία και το κόστος απόκτησης ηλεκτρικών οχημάτων.
Η τελευταία έρευνα για το 2022, η οποία ενσωματώνει πλέον και την επίπτωση από τον πόλεμο στην Ουκρανία, έδειξε ότι αν και συντηρείται μέρος της αβεβαιότητας αναφορικά με τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη της ηλεκτροκίνησης, οι απόψεις για μελλοντική αποκλιμάκωση των περιορισμών παραμένουν θετικές. Παράλληλα, άρχισε να εκφράζεται εντονότερα και η ανάγκη για την παροχή επιπλέον υπηρεσιών γύρω από τη διαδικασία φόρτισης προκειμένου αυτή να καταστεί ελκυστικότερη και εμπορικά αποδοτικότερη.
Έως την αποκλιμάκωση των τιμών των ηλεκτρικών οχημάτων και την πύκνωση του δικτύου φόρτισης, προγράμματα όπως το «κινούμαι ηλεκτρικά», τα «πράσινα ταξί» και το «φόρτιση παντού» είναι σίγουρα προς τη σωστή κατεύθυνση, ενισχύοντας τη ζήτηση και αξιοποιώντας σημαντικούς πόρους και από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ταυτόχρονα, οι περισσότεροι εκ των βασικών παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας έχουν ήδη δεσμευτεί σε στόχους που αφορούν το δίκτυο φόρτισης για τα επόμενα χρόνια: είτε μέσω επενδύσεων σε δημόσιες υποδομές, είτε αναπτύσσοντας το δικό τους δίκτυο, είτε αναλαμβάνοντας τη διαχείριση τρίτων δικτύων, είτε υλοποιώντας εξαγορές μικρότερων ανεξάρτητων παρόχων.
Τα δομικά στοιχεία της ηλεκτροκίνησης (δηλαδή η ηλεκτρική ενέργεια, το δίκτυο διανομής, το δίκτυο φορτιστών, το ρυθμιστικό πλαίσιο, τα οχήματα και οι τεχνολογίες) επηρεάζουν τη ζήτηση από διαφορετική οπτική και χρειάζεται να ωριμάσουν με έναν ισορροπημένο τρόπο. Αυτό απαιτεί την ενεργοποίηση στρατηγικών που θα βασίζονται σε συνεργασίες μεταξύ των εμπλεκομένων, προς όφελος της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας των πολιτικών για την ηλεκτροκίνηση.
Η μελέτη της Deloitte κατέδειξε ότι στην Ευρώπη οι οδηγοί, σταδιακά, αυξάνουν την ευελιξία τους σχετικά με τον χρόνο φόρτισης, οπότε φαίνεται ότι διαμορφώνονται οι συνθήκες για συνεργατικές στρατηγικές που θα αφορούν στην παραγωγή, διανομή και εμπορία της ηλεκτρικής ενέργειας, την κατασκευή, εγκατάσταση και συντήρηση σταθμών φόρτισης, την ανάπτυξη, συντήρηση και λειτουργία λογισμικού για τη διαχείριση του δικτύου, καθώς και επιπλέον υπηρεσίες στον τελικό καταναλωτή (π.χ. υπηρεσίες διαθεσιμότητας φορτιστών, παροχή χώρων, εστίαση, διαδίκτυο, υγιεινή, διαφήμιση).
Αυτή είναι και μια ευκαιρία για την Ελλάδα, η οποία πέρα από το πλεονέκτημα που της προσδίδει η δυναμική των ΑΠΕ για τον περιορισμό του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας, μπορεί να ενεργοποιήσει και επιπλέον παραγωγικούς συντελεστές (π.χ. ανθρώπινο δυναμικό), και μέσω της καινοτομίας, να αξιοποιήσει την ηλεκτροκίνηση ως έναν ακόμα άξονα ενίσχυσης της εγχώριας προστιθέμενης αξίας.