Στην παρούσα κατάσταση, η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει με ανησυχία τις αυξανόμενες κινητοποιήσεις των αγροτών, έχοντας ενδεχομένως, υποτιμήσει την έκταση και την ένταση των αντιδράσεών τους.
Παρατηρείται μία υποεκτίμηση της αγροτικής δυσαρέσκειας. Οι αγρότες στην Ελλάδα και στην Ευρώπη γενικότερα αντιδρούν στις αυξανόμενες πιέσεις που αφορούν το κόστος παραγωγής και τις χαμηλές τιμές πώλησης των προϊόντων τους, καθώς και στις επιπτώσεις της νέας κοινής ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής (ΚΑΠ), η οποία φέρνει αναταραχή και αβεβαιότητα.
Επίσης, στη φάση αυτή η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την κριτική των αγροτών για την ανεπαρκή προετοιμασία και ενημέρωση των αγροτών σχετικά με τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), καθώς και για την αδυναμία της να προσφέρει σαφείς λύσεις και να σχεδιάσει μία βιώσιμη στρατηγική για την αγροτική ανάπτυξη. Οι αντιδράσεις φαίνεται πως εντείνονται λόγω της διαχείρισης των οικονομικών ενισχύσεων, των καθυστερήσεων στις αποζημιώσεις (ειδικά στις περιοχές που επλήγησαν σημαντικά όπως είναι η Θεσσαλία και ο Έβρος) και την ανεπαρκή υποστήριξη προς τους αγρότες για τον προγραμματισμό της μελλοντικής τους παραγωγής.
Η πρόκληση για την αγροτική πολιτική δεν είναι μονάχα εγχώρια αλλά και ευρωπαϊκή, με τις αγροτικές κινητοποιήσεις να κερδίζουν έδαφος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Οι αγρότες αντιμετωπίζουν αντίξοες συνθήκες λόγω της περιβαλλοντικής πολιτικής της ΕΕ, των επιπτώσεων από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, καθώς και της αντίθεσης στη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου Mercosur, η οποία απειλεί να εισάγει φτηνά γεωργικά προϊόντα στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι επιθυμούν την παραγωγή όλο και ποιοτικότερων προϊόντων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν από την άλλη προτίθενται να απελευθερώσουν το εμπόριο τροφίμων αμφιβόλου ποιότητας και διατροφικής ασφάλειας, από χώρες αναπτυσσόμενες, εκτός ΕΕ.
Εν μέσω αυτής της πολυσύνθετης κατάστασης, η ανάγκη για μια ολοκληρωμένη και βιώσιμη στρατηγική είναι επιτακτικότερη από ποτέ. Απαιτείται ένα νέο πρότυπο γεωργίας που θα συνδυάζει την επισιτιστική ασφάλεια με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, την προώθηση της οργανικής και της ποιοτικής γεωργίας, την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών ΧΩΡΙΣ όμως να μειώνεται η παραγωγικότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και ενδεχομένως και το διαθέσιμο εισόδημα των γεωργών και κτηνοτρόφων.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί πως όλες αυτές οι στρατηγικές που εφαρμόζονται σήμερα προτάθηκαν και αποφασίστηκαν τελικά προ της πανδημίας του covid-19 και πολύ περισσότερο προ του Ρωσοουκρανικού πολέμου. Και τα δύο προαναφερθέντα σημαντικότατα γεγονότα επηρέασαν εντονότατα τον διατροφικό τομέα αλλά και την διατροφική αυτάρκεια της ΕΕ γενικότερα.
Από τα παραπάνω, θα μπορούσε να πει κανείς πως όλες αυτές οι αλλαγές που αναγκαστήκαμε να υιοθετήσουμε από 1/1/2023 εμείς στην Ελλάδα αλλά και στην ΕΕ είναι μάλλον άκαιρες και εκτός «πραγματικότητας».
Ωστόσο, μια αλλαγή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής δεν είναι εύκολη υπόθεση και σίγουρα δεν μπορεί να συμβεί αυτή πριν το 2025, εκτός και αν κάτι διαφορετικό αποφασισθεί από την Ευρώπη συνολικότερα.