Η διείσδυση των ηλεκτρικών επιβατικών οχημάτων στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται με πιο γρήγορο ρυθμό σε σχέση με τις προβλέψεις του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) του 2019, συνέπεια των διεθνών εξελίξεων και τάσεων που συνδέονται με την ενεργειακή μετάβαση της χώρας σε μια οικονομία χαμηλών ρύπων, της εφαρμογής σχετικών πολιτικών και της αξιοποίησης διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων.
Η αναθεωρημένη έκδοση του σχεδίου ΕΣΕΚ επιβεβαίωσε τον κρίσιμο ρόλο του εξηλεκτρισμού των οδικών επιβατικών μεταφορών αναφορικά με τη μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου στον ορίζοντα του 2030, εστιάζοντας στην ηλεκτροκίνηση με ταυτόχρονη ανάπτυξη των υποδομών φόρτισης και αλληλεπίδρασης με το δίκτυο. Ειδικότερα, η νέα έκδοση του σχεδίου ΕΣΕΚ παρουσίασε ένα σενάριο βάσης και ένα αισιόδοξο σενάριο τα οποία προβλέπουν στόχους διείσδυσης της ηλεκτροκίνησης 15% και 19% για το 2025 και 30% και 50% για το 2030, αντίστοιχα. Η επίτευξη αυτών των στόχων αποτελεί σημαντική πρόκληση, καθώς η ηλεκτροκίνηση θα πρέπει να αναπτυχθεί περεταίρω, ισορροπημένα στην ελληνική επικράτεια, τόσο στα φυσικά πρόσωπα όσο και στις εταιρίες, αναγνωρίζοντας ότι σταδιακά η αγορά θα πρέπει να αποκτήσει το δικό της βηματισμό με σημαντικά περιορισμένες ενισχυτικές πολιτικές.
Το συγκριτικό όφελος των ηλεκτρικών έναντι των συμβατικών οχημάτων εσωτερικής καύσης βασίζεται στο κόστος φόρτισης, το οποίο όμως περιορίζεται, ειδικά για μέσης προς υψηλής ισχύος φορτιστές, κυρίως λόγω των δαπανών εγκατάστασης και λειτουργίας. Αυτό υποδεικνύει την ανάγκη της αγοράς για ανεύρεση λύσεων που θα επιτρέπουν την ενίσχυση τη βιωσιμότητας των κεφαλαίων από διαχειριστές σημείων φόρτισης (CPOs), αναγνωρίζοντας ευκαιρίες κατά μήκος της αλυσίδας αξίας, όπως στην παραγωγή πράσινης ενέργειας, την παροχή επιπλέον υπηρεσιών και τη διασύνδεση μέσω υπηρεσιών ηλεκτρικής κινητικότητας (eMSP). Στην παρούσα φάση ανάπτυξης της αγοράς, εξακολουθούν να είναι αναγκαία τα οικονομικά κίνητρα για την αγορά ηλεκτρικών οχημάτων και την ανάπτυξη υποδομών φόρτισης, μέχρι να διεισδύσει κρίσιμη μάζα ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην αγορά που θα εξασφαλίσει επιχειρηματικά επαρκή λειτουργία και κερδοφορία των υπηρεσιών φόρτισης. Η ταχεία ανάπτυξη στον τομέα των τεχνολογιών υποδομής φόρτισης (π.χ. η ταχεία φόρτιση, η επαγωγική φόρτιση κ.λπ.), η δυναμική τιμολόγηση με έξυπνα συστήματα και η τυποποίησή τους είναι παράγοντες που θα συμβάλουν σημαντικά στην επίτευξη των στόχων.
Ο εθνικός σχεδιασμός θα πρέπει να αναγνωρίσει την περιφερειακή διάσταση για την εξέλιξη της ηλεκτροκίνησης, αποτέλεσμα τόσο των κοινωνικό-οικονομικών διαφοροποιήσεων, όσο και των ιδιαίτερων γεωγραφικών χαρακτηριστικών. Πρόσφατη μελέτη της Deloitte ανέδειξε ότι υπάρχουν περιφερειακές ανισομετρίες με κύριες αιτίες τις διαφοροποιήσεις στο διαθέσιμο εισόδημα, την απουσία επαρκούς ενημέρωσης σε θέματα ενεργειακής μετάβασης και τη διαθεσιμότητα υποδομών ή και την ανάγκη εκμοντερνισμού/βελτίωσης του ηλεκτρικού δικτύου. Συνεπώς, απαιτείται ο σχεδιασμός και η εισαγωγή στόχων και πολιτικών προσαρμοσμένων στα χαρακτηριστικά κάθε περιφέρειας για την ισόρροπη επίτευξη των συνολικών εθνικών στόχων για την ηλεκτροκίνηση.
Ο περιφερειακός σχεδιασμός θα ωφελήσει και το διαχειριστή του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στο να κατανείμει με αποτελεσματικό τρόπο τους πόρους για την ενίσχυση και εκμοντερνισμό του δικτύου για την κάλυψη της προσδοκώμενης ζήτησης ενέργειας. Ο ΔΕΔΔΗΕ, με βάση τις μεσοπρόθεσμες έως μακροπρόθεσμες προβλέψεις ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να προσαρμόσει επιβεβαιώσει επενδυτικές αποφάσεις τόσο για την κατασκευή νέων γραμμών διανομής όσο και τη βέλτιστη ενίσχυση και θέση για τους νέους υποσταθμούς ΥΤ/ΜΤ.
Οι προοπτικές της ηλεκτροκίνησης είναι θετικές για την Ελληνική αγορά, ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις. Η σταδιακή ωρίμανση της αγοράς, η ενίσχυση των υποδομών και η οριστική κατάργηση των κινητήρων με υγρά καύσιμα, θα οδηγήσει τους αγοραστές στο ηλεκτρικό όχημα. Έως τότε, προγράμματα όπως το «κινούμαι ηλεκτρικά» και το «φορτίζω παντού» απαιτούν μια προσαρμοσμένη διαχείριση η οποία θα προβλέπει και θα αποτυπώνει την αποτελεσματικότητα των πολιτικών μέσα από συνεχή παρακολούθηση της διείσδυσης της ηλεκτροκίνησης, προσαρμόζοντάς την αναλογικότητα των μέτρων στην αναγκαία προσπάθεια για την επίτευξη των στόχων της ηλεκτροκίνησης στην Ελληνική επικράτεια.