Ο αγροτικός τομέας θεωρείται σημαντικός μοχλός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, αλλά χαρακτηρίζεται από μικρές παραγωγικές μονάδες με χαμηλή παραγωγικότητα και πολύ μικρή εξωστρέφεια. Χρειάζεται αλλαγή ή προσαρμογή των κινήτρων ώστε να συμβάλλουν στην αύξηση του μεγέθους των παραγωγικών μονάδων και μέσω αυτής στην αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας του παραγωγικού ιστού. Είναι γεγονός ότι ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγων είναι ο κατακερματισμός του παραγωγικού ιστού σε μικρές παραγωγικές μονάδες με υψηλό κόστος εργασίας και χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο. Η ΚΑΠ έχει λειτουργήσει σε ένα μεγάλο βαθμό ως επιδοματική πολιτική με σοβαρές ενστάσεις για τα αποτελέσματά της, αλλά και με σκάνδαλα (όχι μόνο στην Ελλάδα). Δεδομένου ότι η ΚΑΠ αποφασίζεται συλλογικά στο επίπεδο της ΕΕ, απαιτούνται συμπληρωματικά μέτρα σε εθνικό επίπεδο, συμβατά με την ΚΑΠ, τα οποία θα στοχεύουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και της αξιοποίησης των διαθέσιμων παραγωγικών πόρων της χώρας μας.
Ένα πολύ άμεσο μέτρο πολιτικής για την αύξηση του μεγέθους και την αξιοποίηση αναξιοποίητων παραγωγικών πόρων, συμβατό με την ΚΑΠ, είναι η επιδότηση επιτοκίου για την αγορά αγροτικής γης από επαγγελματίες αγρότες και αγροτικές εταιρείες γενικά. Το μέτρο αυτό επιτρέπει στις υφιστάμενες αγροτικές μονάδες να αυξήσουν το μέγεθος της παραγωγικής τους δραστηριότητας, αυξάνοντας την παραγωγικότητα και την εμπορευσιμότητα του προϊόντος τους. Ταυτόχρονα επιτρέπει στους μη αγρότες που έχουν κληρονομήσει κάποια γη, που λόγω αδυναμίας να την πουλήσουν ή να την κάνουν κάτι άλλο, την έχουν συνήθως εγκαταλείψει ή την καλλιεργούν περιστασιακά με εξαιρετικά μικρή παραγωγικότητα, να την ρευστοποιήσουν. Σήμερα το επιτόκιο για αγορά αγροτικής γης είναι πάνω από 7% για περίοδο 15 ετών. Ουσιαστικά το εργαλείο αυτό δεν χρησιμοποιείται από κανένα.
Ένα πολύ αποτελεσματικό μέτρο στην κατεύθυνση αυτή είναι η πλήρη επιδότηση του επιτοκίου για αγορά αγροτικής γης από επαγγελματίες αγρότες και αγροτικές εταιρείες με στόχο τη μεγέθυνση των παραγωγικών τους μονάδων. Η εφαρμογή του μέτρου θα πρέπει να είναι καθολική και να μην περιορίζεται, όπως σε άλλα μέτρα σε επιμέρους ομάδες (νέους αγρότες, κλπ.). Δεδομένου ότι ο στόχος είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, τέτοιου είδους περιορισμοί μειώνουν την αποτελεσματικότητα του μέτρου. Σήμερα υπάρχει ένα παρόμοιο μέτρο επιδότησης επιτοκίου αγοράς γης για νέους αγρότες αλλά και αυτό είναι ανενεργό. Η στήριξη των νέων αγροτών και η αύξηση του μεγέθους και της παραγωγικότητας είναι δύο διαφορετικοί στόχοι πολιτικής. Ένα μέτρο δεν μπορεί να υπηρετεί δύο στόχους. Περιορίζεται πολύ η αποτελεσματικότητά του. Αν θέλουμε να είναι το μέτρο αποτελεσματικό χρειάζεται γενίκευση σε όλους τους αγρότες και σε όλες τις παραγωγικές μονάδες.
Το δημοσιονομικό κόστος είναι εξαιρετικά χαμηλό σε σχέση με άλλες δαπάνες (μερικές δεκάδες εκατομμύρια) και μπορεί να χρηματοδοτηθεί άνετα, αν όχι από την ΚΑΠ, από εθνικούς πόρους. Συγκρινόμενο με άλλα εναλλακτικά μέτρα πολιτικής για την αύξηση του μεγέθους των παραγωγικών μονάδων, το μέτρο της επιδότησης επιτοκίου υπερέχει σημαντικά σε κόστος, χρόνο και αποτελεσματικότητα. Για παράδειγμα, η εφαρμογή του αναδασμού με τεχνικά μέσα είναι μια διαδικασία εξαιρετικά χρονοβόρος, πολύ υψηλού κόστους, και αμφίβολης κοινωνικής αποδοχής. Το μέτρο της επιδότησης επιτοκίου για τη χρηματοδότηση αγοράς αγροτικής γης έχει χαμηλό δημοσιονομικό κόστος, είναι εξαιρετικά γρήγορο στην εφαρμογή του και έχει εξαιρετικά μεγάλη κοινωνική αποδοχή.
Το σημαντικότερο πλεονέκτημα του μέτρου είναι ότι ευθυγραμμίζει τα κίνητρα με την αύξηση της παραγωγικότητας και της αξιοποίησης των παραγωγικών πόρων. Το μέτρο έχει και άλλα σημαντικά πλεονεκτήματα μέσω της αύξησης του μεγέθους των παραγωγικών μονάδων. Αυξάνει την παραγωγικότητα και φέρνει σε παραγωγή γη που είναι σε εγκατάλειψη με ευρύτερα περιβαλλοντικά οφέλη. Δημιουργεί ρευστότητα στην οικονομία μέσω της πώλησης ανενεργών περιουσιακών στοιχείων από μη αγρότες. Έχει γενικότερα διακλαδικά οικονομικά οφέλη στο οικονομικό περιβάλλον του αγροτικού τομέα (στις αγορές εισροών προς τα πάνω αλλά και των προϊόντων προς τα κάτω), στο τραπεζικό σύστημα, αλλά και γενικότερα στην οικονομία. Έχει ευρύτατη κοινωνική αποδοχή τόσο στους αγρότες όσο και στους μη αγρότες. Ένα παρόμοιο σύστημα για μεταβιβάσεις παραγωγικών μονάδων έχει η Ολλανδία, χώρα-ηγέτης όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά παγκοσμίως, στον αγροτικό τομέα με εξαγωγές και προς την Ελλάδα, αν και έχει δέκα φορές λιγότερους αγρότες και δυόμιση φορές λιγότερη γη από την Ελλάδα.
Στην εφαρμογή του μέτρου, δίδεται στον επαγγελματία αγρότη ή στην αγροτική εταιρεία δάνειο για αγορά αγροτικής γης για τριάντα χρόνια από τη συνεργαζόμενη τράπεζα, ο αγρότης ή η εταιρεία επιστρέφει το κεφάλαιο σε τριάντα ετήσιες δόσεις και το κράτος καλύπτει πλήρως τον τόκο. Δεδομένου του χαμηλού κινδύνου, το επιτόκιο μπορεί να είναι πολύ χαμηλό (EURIBOR + μικρό περιθώριο 0,5% για το κόστος διαχείρισης της τράπεζας). Σήμερα τα δάνεια για αγορά αγροτικής γης από νέους αγρότες έχουν επιτόκιο 7% για 15 χρόνια με αποτέλεσμα το μέτρο αυτό να είναι απολύτως ανενεργό.
Το δημοσιονομικό κόστος της επιδότησης επιτοκίου για την αγορά αγροτικής γης είναι εξαιρετικά χαμηλό, μόλις μερικές δεκάδες εκατομμύρια, αλλά συνεχιζόμενο για τριάντα χρόνια. Όμως το δημοσιονομικό όφελος που θα προκύψει από την εφαρμογή του μέτρου υπερκαλύπτει τη δαπάνη λόγω της αύξησης των κρατικών εσόδων από το φόρο εισοδήματος και το ΦΠΑ τόσο στον αγροτικό τομέα όσο και στους τομείς των εισροών και των προϊόντων μέσω των διακλαδικών διασυνδέσεων.
Σε σύγκριση οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ κάθε χρόνο ξεπερνούν τα τρία δισεκατομμύρια. Για παράδειγμα στην περίοδο 2014-2021 η ΚΑΠ μοίρασε στην Ελλάδα 21.363.331.474,34 ευρώ μέσω αγροτικών επιδοτήσεων στο πλαίσιο της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής (ΚΓΠ). Όμως, η επίπτωση αυτής της τεράστιας δαπάνης των επιδοτήσεων στην παραγωγικότητα και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδος ήταν πενιχρή.
Το μέτρο είναι συμβατό με την ΚΑΠ γιατί στοχεύει στην αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της αύξησης του μεγέθους των μονάδων και της τεχνολογικής αναβάθμισης του παραγωγικού ιστού με ευρύτερα οικονομικά κοινωνικά οφέλη. Ταυτόχρονα το μέτρο της επιδότησης επιτοκίου έχει μεγάλη θετική επίπτωση στο ισοζύγιο πληρωμών λόγω της σημαντικής θετικής επίπτωσης στο εξωτερικό εμπόριο με αύξηση των εξαγωγών και μείωση των εισαγωγών τόσο στα πρωτογενή όσο και στα μεταποιημένα προϊόντα μέσω των διακλαδικών σχέσεων. Ταυτόχρονα, έχει θετική επίπτωση στο εισόδημα εργασίας λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας. Επομένως, το μέτρο δεν επιβαρύνει το δημοσιονομικό προϋπολογισμό, αλλά έχει σημαντικό δημοσιονομικό όφελος και ευρύτερα οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη.