Ο κόσμος, κατά τον Τ.Σ. Έλιοτ, τελειώνει όχι με έναν κρότο, αλλά με έναν λυγμό. Οι γερμανικές εκλογές συνιστούν με πολλούς τρόπους το τέλος ενός κόσμου και την αρχή ενός νέου. Όμως για πολλούς από τους εμπλεκόμενους και μεταξύ αυτών για ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινωνίας, η αλλαγή αυτή θα βιωθεί σίγουρα ως θλίψη για αυτό που φεύγει και αγωνία για αυτό που έρχεται.
Η Μέρκελ έφυγε – Ζήτω η Μέρκελ
Η 16ετής πορεία παραμονής της Άνγκελα Μέρκελ στην εξουσία είναι ένα εντυπωσιακό ρεκόρ που την φέρνει δεύτερη μακροβιότερη καγκελάριο πίσω από τον Χέλμουτ Κολ. Οι πορείες του Κολ και της Μέρκελ έχουν πιο πολλά κοινά πλέον, από όσο φαινόταν αρχικά. Και οι δύο παρέλαβαν προς τα τέλη της θητείας τους μεγάλες προκλήσεις για την οικονομία. Ο Κολ ήταν ο καγκελάριος της επανένωσης των δύο Γερμανιών και της δημιουργίας ενός συμπαγούς κράτους. Η Μέρκελ ήταν η καγκελάριος που εκτίναξε τη γερμανική οικονομία.
Στο ευρωπαϊκό επίπεδο, ο Κολ ήταν ο καγκελάριος που έβαλε τη Γερμανία σε ηγετική θέση στην Ε.Ε. μετά από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1993, που σήμανε και την αλλαγή της δομής της από ΕΟΚ, σε Ε.Ε.. Η Μέρκελ καθιέρωσε τη Γερμανία στο τιμόνι της Ευρώπης στη νέα εποχή για την Ε.Ε. η οποία σφραγίζεται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας (2007).
Αν πιστώνεται κάτι επιπλέον στη Μέρκελ είναι το γεγονός ότι βρέθηκε επικεφαλής σε δύο τεράστιες κρίσεις (οικονομική, πανδημία) μέσα σε μια δεκαετία θητείας, από τις οποίες βγήκε σχεδόν αλώβητη. Επίσης, είναι η μόνη καγκελάριος στην ιστορία του θεσμού μεταπολεμικά που ανακοίνωσε η ίδια την αποχώρησή της χωρίς να χάσει σε κάποια εκλογική αναμέτρηση.
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στο να υπάρξει μια περίοδος κατά την οποία η Άνγκελα Μέρκελ θα είναι "το μέτρο των πραγμάτων" για τη γερμανική και την ευρωπαϊκή πολιτική -κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο- αλλά και να πυροδοτηθεί ένα "νοσταλγικό κύμα" στο εσωτερικό της Γερμανίας για τον "Μεγάλο Συνασπισμό", ο οποίος πλέον με πολιτικούς και κοινωνικούς όρους δεν μπορεί να υπάρξει. Στα ανώτερα κλιμάκια της Ε.Ε. η Μέρκελ δεν θα ταυτιστεί υποχρεωτικά με μια εποχή ευρωπαϊκής ευημερίας (γιατί οι υπερεθνικοί θεσμοί είναι πιο απρόσωποι) όμως σίγουρα, οι πολίτες που νιώθουν περισσότερο Ευρωπαίοι, θα μπουν στη διαδικασία σύγκρισης.
Είναι όλα τα σενάρια ανοιχτά τελικά;
Παρόλο που η σεναριολογία στα γερμανικά ΜΜΕ δίνει και παίρνει αυτές τις ημέρες, καλό θα είναι να έχουμε υπόψη μας ότι δεν είναι όλα τα σενάρια ανοιχτά, δηλαδή δεν μπορούν να γίνουν όλοι οι πιθανοί αριθμητικοί συνδυασμοί στους οποιους εξασκούνται δημοσιογράφοι και αναλυτές. Βάζοντας κάτω τα νούμερα των τελευταίων δημοσκοπήσεων έχουμε:
- Όλαφ Σολτς (SPD) στο 25%
- Άρμιν Λάσσετ (CDU-CSU) στο 22%
- Ανναλένα Μπέρμποκ (Πράσινοι) στο 15%
- Άλις Βάιντελ (AfD) στο 12%
- Κρίστιαν Λίντνερ (FDP) στο 11% και
- Τζανίν Γουίσλερ (Die Linke) στο 7%
Στην πραγματικότητα, με βάση το πώς έχουν κινηθεί όλο το προηγούμενο διάστημα τα πολιτικά κόμματα και η γερμανική κοινωνία, υπάρχουν δύο εναλλακτικές. Και οι δύο χρειάζονται έναν συνασπισμό τριών δυνάμεων για να τελεσφορήσουν, πράγμα που δείχνει την κρίση εκπροσώπησης στην οποία έχει περιέλθει η γερμανική πολιτική σκηνή, καθώς τα μεγάλα κόμματα του παρελθόντος (CDU, SPD) έχουν χάσει την προηγούμενη ταξική και κοινωνική τους σύνθεση και πλέον οι ψηφοφόροι τους είναι πιο "ρευστοί".
Στη γερμανική δημόσια αργκό, οι συνασπισμοί που θα προκύψουν έχουν ονόματα παρμένα από τους συνδυασμούς των κομματικών χρωματισμών. Παρολο που μέχρι τώρα δεν υπήρξε κάποιος τριμερής συνασπισμός στο ανώτερο επίπεδο, σε επίπεδο κρατιδίων έχουν υπάρξει και αναφέρονται με τα εξής ονόματα:
- Φανάρι τροχαίας ή Ampel = SPD - Πράσινοι - FDP
- Τζαμάικα = CDU - Πράσινοι - FDP
- Κένυα = SPD - CDU - Πράσινοι
- Γερμανία ή Μίκυ Μάους = SPD - CDU - FDP
- Κόκκινο-κόκκινο-πράσινο ή R2G = SPD - Πράσινοι - Die Linke
Δεν υπάρχει ενδεχόμενο "αριστερής στροφής"
Η πρώτη εναλλακτική είναι η συνέχιση των πολιτικών της Μέρκελ από το SPD, με την ανοχή των Πράσινων σε ζητήματα περιβάλλοντος και τη βοήθεια του Κρίστιαν Λίντνερ ή αλλιώς το φανάρι τροχαίας, ένας συνδυασμός που θα εκφράσει περισσότερους Γερμανούς. Μια τέτοια πολιτική σημαίνει αμοιβαίες υποχωρήσεις από τον Σολτς και τον Λίντνερ. Ο πρώτος θα πρέπει να μειώσει την οικονομική πολιτική που έχει εξαγγείλει (π.χ. αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 25%) και να επιστρέψει σε ένα πιο συνετό προφίλ κι ο άλλος θα πρέπει να συζητήσει ανοιχτά το ενδεχόμενο αύξησης φόρων (κάτι που το FDP δεν θέλει με τίποτα) και κυρίως την άρση του "φρένου χρέους" που υπάρχει στο γερμανικό σύνταγμα. Κι όλα αυτά υπό το αίτημα που έχει διατυπώσει υπόρρητα ότι θα μπει στην κυβέρνηση για να αναλάβει το Υπουργείο Οικονομικών.
Για να διατηρηθεί αυτό το κυβερνητικό σχήμα, όλοι θα πρέπει να υποχωρήσουν μπροστά στην Μπέρμποκ, η οποία βάζει εμφατικά το ζήτημα της πράσινης μετάβασης. Ο Σολτς πρωτίστως (και ο Λίντνερ σε δεύτερο βαθμό) πιστεύουν ότι μπορούν να πείσουν τη Μπέρμποκ να ακολουθήσουν έναν "ευρωπαϊκό μέσο όρο" στην πράσινη μετάβαση. Πάντως οι Πράσινοι "παζαρεύουν" το Υπουργείο Εξωτερικών και όχι κάποια θέση στο Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, καθώς προσπαθούν να ασκήσουν πιέσεις μέσω κινητοποιήσεων για τα ζητήματα αυτά.
Η δεύτερη εναλλακτική είναι μια επιστροφή του CDU στην πολιτική ηγεσία της Γερμανίας, αυτή τη φορά με άλλους εταίρους σε μια επανάληψη του 2017 με χειρότερους (πιθανόν) όρους. Η τριάδα που ονομάζεται Τζαμάικα (CDU-Πράσινοι-FDP) έχει προσπαθήσει και στο παρελθόν να σχηματίσει κυβέρνηση και θα είναι η πρώτη λύση ανάγκης στην οποία θα προσφύγει ο Λάσσετ αν πάρει στο νήμα την πρωτιά και την επιλογή σχηματισμού κυβέρνησης. Το ερώτημα για τη βιωσιμότητα αυτού του σχήματος είναι ο Λίντνερ. Το 2017 τορπίλισε τις συνομιλίες μεταξύ του FDP, του CDU και των Πρασίνων, ανακοινώνοντας ότι «είναι καλύτερα να μην κυβερνήσεις παρά να κυβερνήσεις εσφαλμένα». Το αποτέλεσμα ήταν ο σημερινός μεγάλος συνασπισμός, στον οποίο το SPD μπήκε πολύ άτακτα. Με την κίνηση τότε του Λίντνερ, η Γερμανία χρειάατηκε σχεδόν έξι μήνες από τις εκλογές για να αναδείξει κυβέρνηση. Σήμερα, οι Ευρωπαίοι γενικά και οι αγορές ειδικά, δεν είναι πρόθυμοι να δώσουν χρόνο στη Γερμανία κι αυτό ίσως λειτουργήσει πιεστικά στο FDP για να υποχωρήσει.
Η ειδοποιός διαφορά, λοιπόν, αυτής τη φοράς δεν είναι μόνο ότι η Γερμανία θα αποκτήσει ένα εντελώς καινούριο κυβερνητικό σχήμα. Είναι ότι τα περιθώρια ελιγμών για όλους είναι πλέον περιορισμένα. Πάντως η "αριστερή στροφή" θα πρέπει να περιμένει, καθώς η πολιτική κίνηση αυτή τη στιγμή στη Γερμανία, τόσο σε επίπεδο κοινωνίας, όσο και σε επίπεδο κοινοβουλίου, ακόμα δεν έχει "αποχαιρετίσει" την Άνγκελα Μέρκελ.