Ανοίγει πλέον και επίσημα η αυλαία για πρόωρες κάλπες στη Γερμανία, αφού η ήδη εύθραυστη εξουσία του Γερμανού Καγκελαρίου Όλαφ Σολτς αποδυναμώθηκε ακόμη περισσότερο, όταν η πλειοψηφία (394) των 733 βουλευτών της χώρας απέσυρε στη σημερινή ψηφοφορία την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπό του. Η εξέλιξη αυτή δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα χειρότερη συγκυρία για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, εν μέσω πολλαπλών διαρθρωτικών προβλημάτων, την ώρα που οι υπόλοιπες χώρες την είχαν περισσότερο από κάθε άλλη φορά ανάγκη για να τις καθοδηγήσει στην αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων.
Η πρόταση μομφής ήταν ένα αναγκαίο βήμα για να ξεκινήσει η διαδικασία για τις πρόωρες εκλογές που έχουν οριστεί για τις 23 Φεβρουαρίου, με μεγάλη πιθανότητα ήττας για τον Σολτς. Μέχρι στιγμής έχουν υπάρξει μόνο δύο περιπτώσεις στις οποίες Γερμανοί Καγκελάριοι χρησιμοποίησαν αυτή την κοινοβουλευτική διαδικασία με στόχο να χάσουν ψήφο εμπιστοσύνης ώστε να διεξαχθούν νέες εκλογές: ο πρώην Καγκελάριος των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) Χέλμουτ Κολ το έκανε το 1982 και ο διάδοχός του στους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) Γκέρχαρντ Σρέντερ το 2005. Ο Κολ κέρδισε, ενώ ο Σρέντερ έχασε, για να αναλάβει την εξουσία εν συνεχεία η Άνγκελα Μέρκελ για τα επόμενα 16 έτη.
Ενώ η ομάδα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) του Σολτς στο κοινοβούλιο επιβεβαίωσε την εμπιστοσύνη της στην καγκελάριο, οι Πράσινοι - με τους οποίους ο Σολτς κυβερνά επί του παρόντος σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας - απείχαν, έτσι ώστε η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) να μην μπορέσει να κάνει την έκπληξη στηρίζοντας τον Σολτς.
Ένας μικρός αριθμός από τους 76 βουλευτές του AfD είχαν δηλώσει ότι θα ψήφιζαν τον Καγκελάριο, καθώς φοβούνταν ότι ο πιθανός διάδοχός του, Φρίντριχ Μερτς από την κεντροδεξιά Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), θα μπορούσε να οδηγήσει τη Γερμανία σε πόλεμο με το να γίνει ισχυρότερος υποστηρικτής της Ουκρανίας εναντίον της Ρωσίας από ό,τι ήταν ο Σολτς.
Με την εκστρατεία να έχει μόλις ξεκινήσει, η συντηρητική συμμαχία CDU/CSU υπό τον Φρίντριχ Μερτς προηγείται με ποσοστό δημοτικότητας περίπου 31%, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) είναι δεύτερη με 19,8% και το SPD τρίτο με 17%, σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του Bloomberg. Επίσης, η αριστερή Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) θα μπορούσε να φτάσει στην Bundestag μόλις ένα χρόνο μετά τη σύστασή της. Τα δύο κόμματα μαζί, AfD και BSW, υποστηρίζονται από περίπου το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος.
Η «μηχανή» υπολειτουργεί
Χρόνια κακών αποφάσεων και καθυστερήσεων κατέστρεψαν το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας ακριβώς την ώρα που η υπόλοιπη Ευρώπη χρειάζεται τη βιομηχανική της δύναμη για να βοηθήσει την περιοχή να συμβαδίσει με την Κίνα, να αντιμετωπίσει τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία και να ανταποκριθεί στις ολοένα και πιο προστατευτικές πολιτικές των ΗΠΑ.
H πολιτική «δίνη» στη Γερμανία, εάν συνδυαστεί με την άνευ προηγουμένου πολιτική αστάθεια στη Γαλλία, αφήνει τη γαλλογερμανική συμμαχία -την «μηχανή» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης- ουσιαστικά ακινητοποιημένη. Η ΕΕ δεν μπορεί πλέον να λάβει αποφάσεις σε κομβικά ζητήματα, όπως θέματα εξωτερικής πολιτικής, για το εμπόριο, την ένωση των αγορών κεφαλαίου και τη μεγαλύτερη ενοποίηση, την αύξηση των αμυντικών δαπανών και την χρηματοδότηση των τεράστιων προκλήσεων. Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι οι σημερινοί αργοί ρυθμοί θα επιβραδυνθούν ακόμη περισσότερο τουλάχιστον έως το πρώτο εξάμηνο του 2025. Άγνωστη παραμένει η διάρκεια των διαβουλεύσεων για πιθανό σχηματισμό νέας κυβέρνησης συνασπισμού στο Βερολίνο μετά τις εκλογές, όπως επίσης και η επιβίωση της νέας γαλλικής κυβέρνησης Μπαϊρού στο Παρίσι.
Εκτός από τα μακροχρόνια ζητήματα ανταγωνισμού, η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο απειλεί να εντείνει την πίεση στη Γερμανία εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την υποστήριξη των ΗΠΑ στην Ουκρανία και επιβάλλοντας νέους δασμούς που θα μπορούσαν να πλήξουν τους εξαγωγείς της χώρας.
Ο επόμενος Καγκελάριος θα χρειαστεί επίσης να εξασφαλίσει κεφάλαια και δημόσια στήριξη για τις τεράστιες επενδύσεις που απαιτούνται για την αναβάθμιση των υπό κατάρρευση υποδομών, την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων και τη στροφή σε μια πιο προηγμένη τεχνολογικά και φιλική προς το κλίμα οικονομία. Παράλληλα με την αναζωογόνηση της ανάπτυξης, ο κρατικός δανεισμός καθώς και η παράτυπη μετανάστευση θα είναι βασικά θέματα των εκλογών.
Σε μία αργή πτώση
Η Γερμανία αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη κρίση της από την επανένωση.
«Η Γερμανία δεν καταρρέει από τη μια μέρα στην άλλη. Αυτό είναι που κάνει το όλο σενάριο τόσο τρομακτικό», δήλωσε στο Bloomberg η Άμι Γουέμπ, ιδρύτρια και διευθύνουσα σύμβουλος του Future Today Institute, που συμβουλεύει τις γερμανικές εταιρείες. «Είναι μια πολύ αργή, πολύ παρατεταμένη πτώση. Όχι μιας εταιρείας, όχι μιας πόλης, αλλά ολόκληρης της χώρας και η Ευρώπη σύρεται μαζί της».
Είναι γεγονός ότι η Γερμανία χάνει περισσότερο από την ενεργοβόρο βιομηχανική παραγωγή της, ενώ οι εξαγωγές μειώνονται καθώς οι εταιρείες περιορίζουν τις εγχώριες επενδύσεις. Καθώς το βιοτικό επίπεδο διαβρώνεται, οι ψηφοφόροι προσπαθούν να βρουν κάποιον να κατηγορήσουν και οι κοινωνικές εντάσεις διώχνουν τα ξένα ταλέντα τα οποία η χώρα χρειάζεται απεγνωσμένα.
Η ταχεία αποβιομηχάνιση της Γερμανίας «απαιτεί μια βαθιά επανεξέταση του τι σημαίνει στην πραγματικότητα η γερμανική οικονομία», δήλωσε επίσης στο Bloomberg ο Στέφαν Κουπμαν, στρατηγικός αναλυτής στη Rabobank, κάτι ωστόσο που δεν γίνεται αυτή τη στιγμή.
Καθώς οικονομολόγοι και ανώτατα εταιρικά στελέχη φωνάζουν για μείωση της γραφειοκρατίας, εκσυγχρονισμό των υποδομών και επιτάχυνση των προσπαθειών ψηφιοποίησης, ο πολιτικός διχασμός απειλεί να κρατήσει τη Γερμανία σε μια τροχιά που εστιάζει στην προστασία του status quo αντί να στραφεί προς το μέλλον. Αυτή η τάση προϋπήρχε του Σολτς.
Κατά τη διάρκεια των 16 ετών της Άνγκελα Μέρκελ ως Kαγκελαρίου, το αμφιλεγόμενο φρένο χρέους οδήγησε στην υποεπένδυση στην άμυνα, τις μεταφορές και την εκπαίδευση. Επίσης, αύξησε την εξάρτηση της Γερμανίας από τη φθηνή ρωσική ενέργεια, μια αδυναμία που έγινε άκρως αντιληπτή, αφότου ο Βλαντιμίρ Πούτιν διέταξε την πλήρη εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.
Τώρα, για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της, η Γερμανία πρέπει να δαπανήσει περισσότερα. Ακριβώς για να καλύψει τη διαφορά με άλλες προηγμένες οικονομίες, η χώρα θα πρέπει να αυξήσει τις ετήσιες επενδύσεις σε υποδομές και άλλα δημόσια αγαθά κατά περίπου ένα τρίτο σε 160 δις. ευρώ, σύμφωνα με το Bloomberg Economics. Αυτή είναι μια αύξηση που ισοδυναμεί με περισσότερο από 1% του ΑΕΠ.
Ακόμα κι αν τυχόν ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας αμβλύνει τον αντίκτυπο του υψηλότερου δανεισμού, η πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική είναι απίθανη, σύμφωνα με αναλυτές. Αν και υπάρχουν συζητήσεις με στόχο τη χαλάρωση του κανόνα του «φρένου χρέους» που περιορίζει το καθαρό νέο χρέος στο 0,35% του ΑΕΠ, μια συνταγματική αλλαγή θα συνιστούσε μεγάλη πρόκληση στο κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο της Γερμανίας.
Το σχέδιο για τον προϋπολογισμό
Το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας ανακοίνωσε τα σχέδιά του για προσωρινό προϋπολογισμό στις αρχές του 2025.
Το τμήμα προϋπολογισμού του υπουργού Οικονομικών Γιεργκ Κούκις έστειλε επιστολή προς όλα τα υπουργεία και τις κυβερνητικές αρχές ενημερώνοντάς τους ότι η κυβέρνηση της μειοψηφίας θα διαχειρίζεται τα οικονομικά της Γερμανίας μέσω ενός προσωρινού προϋπολογισμού έως ότου η νέα κυβέρνηση καταστρώσει το δικό της οικονομικό σχέδιο, σύμφωνα με το Bloomberg επικαλούμενα ανώτερα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών. Ο προσωρινός προϋπολογισμός θα βασίζεται στο σχέδιο προϋπολογισμού της κυβέρνησης για το 2025.
Σύμφωνα με το σχέδιο δαπανών, η κυβέρνηση μπορεί να εκταμιεύσει μόνο κεφάλαια που έχουν ήδη δεσμευτεί και απαιτούνται από το νόμο για να παραμείνουν σε λειτουργία οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες της χώρας. Αυτό περιλαμβάνει επιδόματα ανεργίας και τέκνων, φοιτητικές υποτροφίες και κατασκευαστικά έργα που έχουν προγραμματιστεί ή ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη. Το κοινοβούλιο μπορεί επίσης να εγκρίνει πρόσθετες δαπάνες σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Ο προσωρινός προϋπολογισμός θα παραμείνει σε ισχύ κατά τις διαπραγματεύσεις συνασπισμού και έως ότου η νέα κυβέρνηση καταρτίσει τον δικό της προϋπολογισμό για το 2025. Ανώτεροι αξιωματούχοι του υπουργείου Οικονομικών αναμένουν ότι αυτό θα διαρκέσει μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους.