Τις υψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην ελληνική χονδρεμπορική αγορά σε σχέση με ανταγωνιστικές επιχειρήσεις εντός της ΕΕ, καθώς και την απουσία στήριξης από την ελληνική κυβέρνηση, που οδήγησαν τα τελευταία χρόνια σε συρρίκνωση του κλάδου ενεργοβόρων στη χώρα μας, έθεσε ως ερώτημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ο Ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Γιάννης Μανιάτης.
Σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση, η ΕΕ δεσμεύτηκε να υποβάλει εγκαίρως πρωτοβουλίες (ορισμένες εξ αυτών κατά τις πρώτες 100 ημέρες της θητείας της) με στόχους τη μείωση των τιμών της ενέργειας για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και τη στήριξη των επενδύσεων σε υποδομές και τεχνολογίες καθαρής ενέργειας.
Ερωτώμενη η Επιτροπή εάν διαπιστώνει διαφορετική αντιμετώπιση των Βιομηχανιών έντασης ενέργειας ανά την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, η Επιτροπή περιορίζεται να παρουσιάσει ήδη γνωστά ευρωπαϊκά διαθέσιμα εργαλεία και τα δυο μόλις μέτρα που εφαρμόζει η χώρα μας.
«H συνεργασία μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, των κρατών μελών και των ενδιαφερόμενων μερών είναι απαραίτητη για τον εξορθολογισμό της εφαρμογής και τη διασφάλιση μέτρων οικονομικής προσιτότητας που θα ωφελούν άμεσα τις Βιομηχανίες και τους πολίτες».
Δυστυχώς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, απέφυγε να σχολιάσει προτάσεις που συμπεριελάμβανε και η ερώτηση του Γ. Μανιάτη, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν πραγματικά τις ενεργοβόρες Βιομηχανίες, όπως ο καλύτερος σχεδιασμός των διμερών συμβάσεων αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ Βιομηχανιών με 24ωρο προφίλ ζήτησης και παραγωγών ΑΠΕ και του προτεινόμενου από την ίδια τη Βιομηχανία σχήματος του «green power pooling».
Σημειώνεται, ότι για τις Βιομηχανίες έντασης ενέργειας έχει μεγάλη σημασία η αντιμετώπιση της διαφοράς του κόστους ενέργειας ανάμεσα στην ελληνική αγορά και σε αυτές ανταγωνιστών μας από αγορές τις ΕΕ ή τρίτων χωρών, καθώς διαφορετικά μειώνεται σημαντικά η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεών μας. Αντίστοιχα, τα μονομερή εθνικά μέτρα αντιμετώπισης του διαφορετικού κόστους ενέργειας μπορούν να «διορθώσουν» εκ των υστέρων τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεών μας, που προκάλεσαν οι αυξημένες τιμές ενέργειας.
Δυστυχώς, από τον περασμένο Ιούλιο παρατηρήθηκε εκτόξευση των τιμών στην εγχώρια χονδρεμπορική αγορά, που ξεπερνούν ακόμα και τα 600€/MWh με τη δύση του ηλίου στις ώρες αιχμής, που δεν αντικατοπτρίζουν το κόστος παραγωγής. Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλες οικονομίες της ΝΑ Ευρώπης, όπως η γειτονική μας Βουλγαρία, η οποία όμως αντιμετωπίζει κατασταλτικά το πρόβλημα (όχι την αιτία του, αλλά το αποτέλεσμα των αυξημένων τιμών) επιδοτώντας οριζόντια όλες τις επιχειρήσεις για τιμές αγοράς υψηλότερες των 90€/Mwh.
Όπως αναφέρει και η Επιτροπή στην απάντησή της «σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν μέτρα όπως η μερική αντιστάθμιση των ενεργοβόρων εταιρειών σε τομείς που αντιμετωπίζουν ισχυρό διεθνή ανταγωνισμό για υψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας». Η Επιτροπή, δυστυχώς απέφυγε να απαντήσει εάν έχει διαπιστώσει διαφορετικές πρακτικές αξιοποίησης αυτών των εργαλείων ανάμεσα στα κ-μ (δηλαδή εάν κάποια κ-μ της αξιοποιούν καλύτερα από άλλα), που οδηγούν πρακτικά σε νόθευση (αθέμιτο ανταγωνισμό) της ενιαίας αγοράς. Ειδικά για τη χώρα μας αναφέρει μόνο δυο μέτρα που υιοθετήθηκαν στο τέλος του 2018 (έκπτωση από το ΕΤΜΕΑΡ) και στις αρχές του 2023 (αποζημίωση από το έμμεσο κόστος του ETS).
Το αμέσως επόμενο διάστημα η Επιτροπή έχει δεσμευτεί να υποβάλει προτάσεις με στόχους «τη μείωση των τιμών της ενέργειας για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και τη στήριξη των επενδύσεων σε υποδομές και τεχνολογίες καθαρής ενέργειας».