Η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το πρωί της Τρίτης είχε δύο κυρίως σκέλη: αφενός, απαρίθμησε τα όσα έκανε η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να διασφαλίσει την έξοδο της Ελλάδας από το Μνημόνιο με «καθαρούς όρους» και τη μετάβαση στην επόμενη μέρα, αφετέρου επέμεινε στην ανάγκη συνεργασιών των προοδευτικών δυνάμεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, με στόχο την ανάσχεση των λαϊκιστικών και ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων.
«Σήμερα δε βρισκόμαστε αντιμέτωποι μόνο με την εκλογική άνοδο κάποιων ακραίων δυνάμεων της εθνικιστικής και λαϊκιστικής Ακροδεξιάς. Αλλά βρισκόμαστε αντιμέτωποι και με τη διείσδυση της ξενοφοβικής και σοβινιστικής της ατζέντας εντός του δημοκρατικού φάσματος», είπε σε κάποια αποστροφή της ομιλίας του ο πρωθυπουργός, δίνοντας το στίγμα του.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος, δε, κινήθηκαν και οι επαφές του κ. Τσίπρα, αλλά και η αντιπαράθεση που είχε με ευρωβουλευτές, προερχόμενους κυρίως από το ΕΛΚ. Γιατί, μπορεί ο κ. Τσίπρας να θέλησε να τοποθετηθεί για το μέλλον της Ευρώπης, αλλά η συγκυρία δεν είναι ουδέτερη. Τουναντίον, με τα κόμματα στο Ευρωκοινοβούλιο να εντείνουν τις διεργασίες ενόψει των ευρωεκλογών του Μαϊου, ο κ. Τσίπρας θέλησε να εμφανιστεί ως εκφραστής προοδευτικών θέσεων, στρέφοντας τα πυρά του και κατά του ΕΛΚ, της ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς δηλαδή, παρ’ ότι σε άλλο σημείο είχε μιλήσει για την ανάγκη διαμόρφωσης ενός κοινού μετώπου απέναντι στον λαϊκισμό και την ξενοφοβία, ακόμα και με τις δυνάμεις, με τις οποίες υφίστανται σημαντικές διαφορές.
Έτσι, επί παραδείγματι, ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχασε την ευκαιρία να αντιπαρατεθεί με τον αντιπρόεδρο του ΕΛΚ κ. Γκονζάλεζ-Πονς, ο οποίος παρατήρησε ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός «άλλαξε» και κατηγόρησε την ελληνική κυβέρνηση για τους χειρισμούς του πρώτου εξαμήνου του 2015, με τον κ. Τσίπρα να ανταπαντά ότι ο ισχυρισμός για ζημία 100 δις επί ΣΥΡΙΖΑ είναι ανακριβής και να διερωτάται αν η Ελλάδα θα έβγαινε από το Μνημόνιο με πολιτικές του κ. Σαμαρά.
Συν τοις άλλοις, ο κ. Τσίπρας είχε και συναντήσεις με τους επικεφαλής των δύο ευρωομάδων, με τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ έχει είτε οργανική συνεργασία είτε ανοιχτούς διαύλους: τόσο με την Γκάμπι Τσίμερ της Ευρωαριστεράς, οσο και με τον Ούντο Μπούλμαν των Σοσιαλιστών, στις Συνόδους Κορυφής των οποίων ο κ. Τσίπρας συμμετέχει ως παρατηρητής. Με δεδομένη, άλλωστε, τη δυστοκία των Σοσιαλιστών να βρουν υποψήφιο ενόψει των επικείμενων ευρωεκλογών, στη συνάντηση με τον κ. Μπούλμαν επισημάνθηκε η ανάγκη να δημιουργηθεί ένα ευρύτερο μέτωπο προοδευτικών δυνάμεων απέναντι «στις νεοφιλελεύθερες και ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις στην Ε.Ε.». Αυτό, δηλαδή, επαναβεβαιώνει την επαφή του ΣΥΡΙΖΑ με τους Σοσιαλιστές, δημιουργώντας εκ νέου τριβές στη σχέση τους με το Κίνημα Αλλαγής, το οποίο επιτίθεται με σφοδρότητα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Βέβαια και, πέρα από την μάλλον απροσδόκητη επαφή του κ. Τσίπρα με τον επικεφαλής του ΕΛΚ στο Ευρωκοινοβούλιο Μάνφρεντ Βέμπερ, ο οποίος πολλάκις του έχει ασκήσει δριμεία κριτική, η «ταμπακιέρα» της παρουσίας του κ. Τσίπρα ήταν η επαφή του με τον Ευρωπαίο επίτροπο Πιερ Μοσκοβισί. Πέρα από τις αναφορές για τη μάχη ενάντια στον λαϊκισμό, πάντως, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο ζήτημα των συντάξεων, με την Κομισιόν παρασκηνιακά να εμφανίζεται ανοιχτή σε μη εφαρμογή της περικοπής τους. Το ερώτημα είναι, κατά πόσο συγκεκριμένα κράτη-μέλη, όπως η Γερμανία ή η Ολλανδία και ειδικά σε προεκλογική χρονιά, θα δεχθούν αλλαγή στα συμπεφωνημένα του προγράμματος. Σαφής απάντηση από τη χθεσινή παρουσία του κ. Τσίπρα στο Στρασβούργο, πάντως, δεν προέκυψε.