Η μεγαλύτερη κατασκευαστική εταιρεία κατοικιών στη Βρετανία Barratt θα αγοράσει την Redrow την οποία και αποτιμά σε περίπου 2,52 δισ. στερλίνες (3,18 δισ. δολάρια), όπως ανακοίνωσαν την Τετάρτη, με στόχο να επωφεληθούν από τη νέα ανάκαμψη της αγοράς.
Πρόκειται για τη δεύτερη ενοποίηση στον τομέα, αφού το 2022 η κατασκευάστρια εταιρεία Vistry αγόρασε την αντίπαλη Countryside για περίπου 1,25 δισεκατομμύρια στερλίνες.
Η νέα εταιρεία, που θα μετονομαστεί σε «Barratt Redrow», στοχεύει στην παράδοση περισσοτέρων από 22.000 κατοικιών κάθε χρόνο, δηλαδή 57% έως 63% περισσότερα από τις 13.500 έως 14.000 παραδόσεις που αναμένει η Barratt να παραδώσει μόνη της στο οικονομικό έτος 2024.
Οι μετοχές της Redrow, οι οποίες έχουν υποχωρήσει περίπου 30% από τα ιστορικά υψηλά τους το 2020, σημείωσαν άλμα 10% στις πρώτες συναλλαγές της Τετάρτης, ενώ η μετοχή της Barratt υποχώρησε σχεδόν 4%.
Οι βρετανικές κατασκευαστικές εταιρείες κατοικιών αγωνίζονται τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς τα υψηλά επιτόκια έπληξαν τη ζήτηση και την ίδια στιγμή το κόστος κατασκευής αυξήθηκε. Είναι επιφυλακτικοί και για το μέλλον, παρά τα σημάδια σταθεροποίησης --συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των τιμών των κατοικιών τον περασμένο μήνα-- που ωθήθηκε από φθηνότερα ενυπόθηκα δάνεια.
«Παρά το δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον, η υποκείμενη ζήτηση για τα σπίτια μας είναι ισχυρή», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Barratt, David Thomas, ο οποίος θα ηγηθεί της νέας εταιρείας.
«Από τις αρχές Ιανουαρίου, έχουμε δει πρώιμα σημάδια βελτίωσης τόσο στα ποσοστά κρατήσεων όσο και στο κλίμα των αγοραστών, βοηθούμενοι από τις προσδοκίες για χαμηλότερα επιτόκια και την εισαγωγή πιο ανταγωνιστικών επιτοκίων υποθηκών».
Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας Barratt-Redrow, η οποία υποστηρίζεται από τα διοικητικά συμβούλια και των δύο εταιρειών, κάθε μέτοχος της Redrow θα λάβει 1,44 νέες μετοχές της Barratt για κάθε μετοχή που κατέχει. Οι μέτοχοι της Barratt θα κατέχουν περίπου το 67,2% του συνδυασμένου ομίλου.
Η Barratt με έδρα το Coalville αναμένει ότι η συμφωνία θα προσθέσει στα κέρδη κατά το πρώτο έτος μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής και ότι θα εξοικονομήσει τουλάχιστον 90 εκατομμύρια στερλίνες σε ετήσια βάση μέχρι το τέλος του τρίτου έτους.