Η εμπειρία μάς δείχνει ότι οι συζητήσεις για τον κοινοτικό προϋπολογισμό 2028-2034 θα κλείσουν στο τελευταίο εξάμηνο του 2027 και μάλιστα επί ελληνικής προεδρίας. Αυτό, αν είμαστε επαρκώς, εγκαίρως και συνετά προετοιμασμένοι έχει αρκετά πλεονεκτήματα. Αν κάποιος νομίζει ωστόσο ότι οι διαπραγματεύσεις για το πώς και ποια κονδύλια θα διακινηθούν θα διεξαχθούν μόνο εκείνη την περίοδο κάνουν λάθος. Ήδη τα κράτη μέλη όχι μόνο προετοιμάζονται αλλά έχουν αρχίσει να οργανώνουν τις ομάδες τους και να εκφράζουν τις αρχικές θέσεις τους κυρίως για τις κατευθύνσεις των «γραμμών» του επόμενου προϋπολογισμού. Προφανώς το ίδιο καλείται να κάνει και η χώρα μας για την οποία υπάρχουν ορισμένα σημαντικά δεδομένα που οφείλουμε να σημειώσουμε.
Κονδύλια έναντι μεταρρυθμίσεων – το πλεονέκτημα της πρόσφατης ελληνικής εμπειρίας
Οξύμωρο μεν, αληθινό δε. Η κρίση και τα μνημόνια της προηγούμενης δεκαετίας αλλά και η διαπραγματεύσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης έχουν δώσει στην Ελλάδα ένα συγκριτικό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Γνωρίζει καλύτερα από ποτέ την ανθρωπογεωγραφία της Επιτροπής -τουλάχιστον σε επίπεδο συντονισμού του κυβερνητικού έργου και κορυφαίων υπουργείων. Παράλληλα, έχουν δημιουργηθεί δομές εντός της δημόσιας διοίκησης που έρχονται συχνά σε επαφή με την πραγματικότητα των Βρυξελλών.
Στο πλαίσιο αυτό, η χώρα έχει «μάθει» να εκμεταλλεύεται τη διαδικασία «εκταμιεύσεων έναντι μεταρρυθμίσεων». Και έχει συμφέρον να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Συμφέρον αφενός γιατί έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει αναλογικά περισσότερα κονδύλια και αφετέρου γιατί η εκμετάλλευση τέτοιων κονδυλίων ενισχύει την ανάπτυξη της χώρας πολύ περισσότερο από την εν γένει αποτελεσματική ως προς τις εκταμιεύσεις αλλά διαχρονικά αμφίβολης ως προς το αποτέλεσμα χρηματοδότησης μέσω πόρων συνοχής. Για την ακρίβεια, αν δούμε την αναπτυξιακή εικόνα των Περιφερειών με βάση τα στοιχεία της Επιτροπής, μόνο η Αττική και το Νότιο Αιγαίο εμφανίζουν στοιχειωδώς ανεκτή εικόνα. Οι υπόλοιπες Περιφέρειες, μετά από δεκαετίες στήριξης με κοινοτικούς πόρους, συνεχίζουν να εμφανίζουν απογοητευτικές επιδόσεις.
Γιατί όμως δεν πρέπει να αγνοηθεί η πολιτική συνοχής;
Στις συζητήσεις που (συνεχίζουν να) γίνονται σήμερα στις Βρυξέλλες, τα κονδύλια συνοχής εμφανίζονται ως απάντηση σε… κάθε πρόβλημα. Την πανδημία, την άμυνα, την κλιματική κρίση, την ενίσχυση του κοινωνικού ιστού. Το να υπάρχει η δυνατότητα να χρηματοδοτηθούν έργα κάθε είδους από την πολιτική και να υπάρχουν περιθώρια ανακατεύθυνσης των κονδυλίων είναι επιθυμητό. Το να χρησιμοποιούνται τα κονδύλια για επιδοματική πολιτική μπορεί βραχυπρόθεσμα να δημιουργεί πολιτικά οφέλη στις κυβερνήσεις, ωστόσο εν τέλει ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των μεγάλων έναντι των μικρών. Το αντίθετο από το στόχο της πολιτικής συνοχής δηλαδή.
Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, η Ελλάδα είναι μία τριπλή ευελιξία. Πρώτον να συνεχίσει να συνδέει μεταρρυθμίσεις με εκταμιεύσεις (η εφαρμογή των Country Specific Recommendations της Επιτροπής για τη χώρα αρκούν ως επιχείρημα, την ώρα που ο γενικός ευρωπαϊκός διάλογος κατευθύνεται ούτως ή άλλως προς την προσέγγιση αυτή). Δεύτερον, να χρηματοδοτεί έργα με ουσιαστικό αναπτυξιακό χαρακτήρα. Και τρίτον, να έχει και η ίδια η χώρα την επιλογή να κατευθύνει ένα μέρος των κονδυλίων κατ’ επιλογήν της.
Γιατί είναι σημαντικό το τελευταίο; Για δύο λόγους. Πρώτον γιατί η άμεση σύνδεση εκταμιεύσεων μέσω της Επιτροπής είναι απολύτως επιθυμητή… για να εφαρμόζονται οι (συχνά πολιτικά ανεπιθύμητες) μεταρρυθμίσεις. Δεύτερον, όμως, γιατί ενέχει σημαντικό ρίσκο αποκλειστικά η Επιτροπή -ή μόνο τα όργανα της ΕΕ- να φέρουν την ευθύνη της διαχείρισης των κονδυλίων. Σε τέτοια περίπτωση το χάσμα μεταξύ «Βορρά και Νότου» θα γίνει εντονότερο.
Η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ της στρατηγικής του Ταμείου Ανάκαμψης και αυτής της Πολιτικής Συνοχής είναι απαραίτητη για την Ελλάδα. Κατά συνέπεια, είναι άμεση προτεραιότητα να συγκροτηθούν και να συνεργαστούν οι ομάδες στελεχών -δημοσίων υπουργών- που θα κληθούν να διαπραγματεύονται για τα (αρκετά) επόμενα χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό η εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος θα βοηθήσει. Αντίθετα, η παραδοσιακή εμπειρία της αδυναμίας μας να εργαζόμαστε ομαδικά, να συνεργαζόμαστε -οριζόντια και κάθετα- εντός της δημόσιας διοίκησης και να επιτυγχάνουμε ad hoc εθνικούς στόχους δε θα βοηθήσει καθόλου.
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΑΘΗΝΑ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.