Η ενεργειακή μετάβαση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και οδηγεί στον επόμενο υπερκύκλο εμπορευμάτων. Αυτό προμηνύει μεγάλες προοπτικές για τους παραγωγούς μετάλλων, τον κλάδο της τεχνολογίας και τους επενδυτές στην ενέργεια. Σύμφωνα με το BloombergNEF (BNEF), η παγκόσμια μετάβαση θα απαιτήσει περίπου 173 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ενεργειακούς πόρους και επενδύσεις σε υποδομές τις επόμενες τρεις δεκαετίες, ενώ οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να αναμένεται να καλύπτουν το 85% των ενεργειακών μας αναγκών έως το 2050.
Η ανάπτυξη των ΑΠΕ συνεπάγεται αύξηση της ζήτησης πρώτων υλών για την κατασκευή των υποδομών και κέρδη για τους εμπόρους μετάλλων. Το BNEF προβλέπει ότι έως το 2030, η κατανάλωση λιθίου και νικελίου από τον τομέα των μπαταριών θα είναι τουλάχιστον πενταπλάσια σε σχέση μεσήμερα. Εν τω μεταξύ, η ζήτηση για κοβάλτιο, το οποίο χρησιμοποιείται σε πολλούς τύπους μπαταριών, θα αυξηθεί κατά περίπου 70% ενώ σημαντική αύξηση θα καταγράψουν και άλλα προϊόντα που χρησιμοποιούνται σε ενεργειακέ υποδομές, δίκτυα και τεχνολογίες όπως ο χαλκός, το μαγγάνιο, ο σίδηρος, ο φώσφορος και ο γραφίτης.
Πιο συγκεκριμένα, στο σενάριο των καθαρών μηδενικών εκπομπών, η έκρηξη της ζήτησης μετάλλων θα μπορούσε να οδηγήσει σε τετραπλάσια αύξηση της αξίας της παραγωγής μετάλλων και μόνο για τα τέσσερα βασικά μέταλλα θα μπορούσε να ανέλθει σε 13 τρισεκατομμύρια δολάρια μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες.
Για παράδειγμα, η BNEF υπολογίζει ότι χρειάζονται 10.252 τόνοι αλουμινίου, 3.380 τόνοι πολυπυριτίου και 18,5 τόνοι ασήμι για την κατασκευή ηλιακών συλλεκτών με χωρητικότητα 1GW. Με την παγκόσμια εγκατεστημένη ηλιακή ισχύ να αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2025 και να τετραπλασιαστεί στα 3.000 GW έως το 2030, η ηλιακή βιομηχανία αναμένεται να καταστεί σημαντικός καταναλωτής αυτών των προϊόντων την επόμενη δεκαετία.
Στην αιολική ενέργεια, σύμφωνα με εκτιμήσεις, χρειάζονται 154.352 τόνοι χάλυβα, 2.866 τόνοι χαλκού και 387 τόνοι αλουμινίου για την κατασκευή ανεμογεννητριών και υποδομών ισχύος ενός γιγαβάτ. Το Global Wind Energy Outlook (GWEO) έχει προβλέψει ότι η εγκατεστημένη αιολική ισχύς θα φτάσει τα 2.110 GW έως το 2030, καταγράφοντας αύξηση κατά 185%.
Όμως αυτή ακριβώς την αύξηση της ζήτησης έχει εγείρει ανησυχίες στην αγορά καθώς οι αυξανόμενες τιμές των βασικών προϊόντων που χρειάζονται για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ανεβάζουν το κόστος νέων έργων πράσινης ενέργειας, εντείνοντας τις υποψίες ότι θα μπορούσαν να επιβραδύνουν δραματικά τον ρυθμό της μετάβασης.
Και η αλήθεια είναι ότι η αγορά, κατά τα τελευταία χρόνια, είχε συνηθίσει σε άλλα κόστη. Κατά την τελευταία δεκαετία, η πτώση του κόστους ήταν η κινητήριος δύναμη της έκρηξης των έργων καθαρής ενέργειας. Η τιμή της ηλιακής ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκε κατά 89%, ενώ η τιμή της χερσαίας αιολικής ενέργειας μειώθηκε κατά 70%. Εν τω μεταξύ, η ραγδαία πτώση των τιμών των μπαταριών EV συντέλεσε στο να καταστούν τα ηλεκτρικά οχήματα πιο …. mainstream. Σύμφωνα με το Bloomberg, την τελευταία δεκαετία, οι τιμές των μπαταριών EV μειώθηκαν από σχεδόν 1.200 δολάρια ανά κιλοβατώρα σε μόλις 137 δολάρια το 2020. Για ένα ηλεκτρικό όχημα με μπαταρία 50 kWh, αυτό σημαίνει εξοικονόμηση πάνω από 43.000 δολάρια.
Αλλά αυτή η τάση έχει πλέον αναστραφεί, με τις τιμές μετάλλων όπως ο κασσίτερος, το αλουμίνιο, ο χαλκός, το νικέλιο και το κοβάλτιο, τα οποία είναι απαραίτητα για τις τεχνολογίες ενεργειακής μετάβασης, να καταγράφουν άνοδο από 20% μέχρι 90% φέτος, εξαιτίας των διαταραχών της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας.
Τα νέα αυτά δεδομένα δημιουργούν ευνοϊκό περιβάλλον για τον λεγόμενο «πράσινο πληθωρισμό» (Greenflation), ο οποίος σχετίζεται με το κόστος της πράσινης μετάβασης. Κάποιοι παράγοντες της διεθνούς αγοράς υποστηρίζουν ότι ο πράσινος πληθωρισμός θα επιβραδύνει την πράσινη ανάκαμψη όμως οι περισσότερες απόψεις συγκλίνουν στο ότι πρόκειται για μία προσωρινή τάση και όχι για μία μακροπρόθεσμη πρόκληση.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας πριν από λίγο καιρό σε συνέδριο, σημείωσε ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες εντείνουν τις προσπάθειές τους για τη δημιουργία μοντέλων προς αυτή την κατεύθυνση. Ο ίδιος επεσήμανε ότι μεσοπρόθεσμα, ο όρος greenflation δεν χρειάζεται να είναι υπερβολικά επικίνδυνος, σημείωσε, «επειδή γνωρίζουμε πως οι καθαρές μορφές ενέργειας είναι φθηνότερες απ’ ό,τι τα ορυκτά καύσιμα». Ωστόσο, πρόσθεσε ότι «βραχυπρόθεσμα, η κλιματική αλλαγή έχει θετική επίπτωση στις τιμές μέσω της τιμολόγησης των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα».
Στο ίδιο πνεύμα, ο Χάρι Μπόιντ Κάρπεντερ, διευθύνων σύμβουλος για την πράσινη οικονομία και την κλιματική αλλαγή στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), είχε δηλώσει πριν από λίγο καιρό ότι το συνολικό κόστος για τον κλάδο θα έχει πτωτική τάση, καθώς υπάρχουν λίγα εμπόδια για την κλιμάκωση.
Βασικό επιχείρημα όσων τάσσονται υπέρ του πρόσκαιρου χαρακτήρα του greenflation είναι ότι το υψηλότερο κόστος της πράσινης μετάβασης που πληρώνουμε τώρα θα αντισταθμιστεί από τα περιβαλλοντικά οφέλη της καθαρής ενέργειας, το χαμηλότερο κόστος εργασίας για τις εγκαταστάσεις, το χαμηλότερο κόστος απόκτησης πελατών, τις οικονομίες κλίμακας, την καλύτερη πρόσβαση σε κεφάλαια και το χαμηλότερο κόστος δανεισμού για τις εταιρείες καθαρής ενέργειας. Κάποιοι μάλιστα θεωρούν ότι αξίζει το τίμημα, εάν με αυτό τον τρόπο, πρόκειται να σωθεί ο πλανήτης.
Όμως το θέμα είναι πιο σύνθετο. Το κόστος και η διάρκεια του πράσινου πληθωρισμού συνδέεται και με παράγοντες που διαμορφώνουν την μελλοντική κατάσταση της αγοράς. Ο πληθωρισμός της δεκαετίας του 2020 έχει πράσινη απόχρωση με τη βιωσιμότητα και το ESG να τίθενται στο επίκεντρο. Οι εταιρείες που έχουν υψηλή βαθμολογία σε μη χρηματοοικονομικές μετρήσεις έχουν ήδη δει τις τιμές των μετοχών τους να αυξάνονται κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια. Αυτή η δυναμική προέρχεται από τη δυνατότητά τους να παρέχουν κάποια αντιστάθμιση έναντι αυτού του πράσινου πληθωρισμού. Ομως το θέμα δεν αφορά μόνο κάποιες σε κάποιες λίγες μεγάλες εταιρείες.
Από την άλλη, η αναπτυσσόμενη αγορά του ESG ξυπνά σε κάποιους μνήμες από την φούσκα στον κλάδο της τεχνολογίας με τους πιο απαισιόδοξους να προδιαγράφουν μακροπρόθεσμα αρνητικά σενάρια. Και το πρόβλημα είναι ότι οι «φούσκες», όταν και αν τελικά «σκάσουν» συνδέονται άρρηκτα με τον πληθωρισμό.