Το 2020, η κατά κεφαλήν παραγωγή απορριμμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανήλθε σε 505 κιλά, δηλαδή τέσσερα κιλά περισσότερα από το 2019 και 38 κιλά περισσότερα από το 1995. Συνολικά, η ΕΕ παρήγαγε 225,7 εκατομμύρια τόνους αστικών απορριμμάτων το 2020, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 1% σε σύγκριση με το 2019 (+1,8 εκατ. τόνοι) και κατά 14% σε σύγκριση με το 1995 (+27,7 εκατ. τόνοι).
Η παραγωγή αστικών απορριμμάτων διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Το 2020, η Δανία και το Λουξεμβούργο ήταν οι υψηλότεροι παραγωγοί αστικών απορριμμάτων, με 845 κιλά και 790 κιλά ανά κάτοικο, αντίστοιχα, ακολουθούμενες από τη Μάλτα (643 κιλά) και τη Γερμανία (632 κιλά).
H Ελλάδα βρίσκεται στην 11η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ με την κατά κεφαλήν παραγωγή αστικών αποβλήτων να ανέρχεται σε 525 κιλά.
Η Ρουμανία (287 κιλά), η Πολωνία (346 κιλά) και η Ουγγαρία (364 κιλά), από την άλλη, κατέγραψαν τη μικρότερη κατά κεφαλήν παραγωγή αστικών απορριμμάτων.
Σε σύγκριση με το 1995, μόνο επτά κράτη μέλη παρήγαγαν λιγότερα αστικά απόβλητα ανά άτομο: η Βουλγαρία (-36%), η Ουγγαρία (-21%), η Σλοβενία (-18%), η Ρουμανία (-16%),η Ισπανία (-10%) ), το Βέλγιο (-9%) και η Ολλανδία (-1%).
Οι διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών αντικατοπτρίζουν διαφορές στα πρότυπα κατανάλωσης και στον οικονομικό πλούτο, καθώς και διαφορές στη συλλογή και διαχείριση των αποβλήτων από τα νοικοκυριά, τη βιομηχανία και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Σταθερή η ποσότητα των απορριμμάτων που οδηγείται στην ανακύκλωση
Η ποσότητα των ανακυκλωμένων απορριμμάτων παρέμεινε σχεδόν σταθερή το 2020. Η ανακύκλωση υλικών μειώθηκε στους 67 εκατομμύρια τόνους από 68 εκατομμύρια τόνους το 2019, ποσότητα που αντιστοιχεί σε 151 κιλά ανά άτομο. Σε σύγκριση με πριν από 25 χρόνια, οι Ευρωπαίοι πολίτες ανακύκλωσαν 44 εκατομμύρια τόνους δηλαδή 97 κιλά κατά κεφαλήν περισσότερους από ό,τι το 1995.
Παράλληλα, 40 εκατομμύρια τόνοι (90 κιλά ανά άτομο) απορριμμάτων κομποστοποιήθηκαν το 2020, ποσότητα σχεδόν τριπλάσια σε σχέση με το 1995 (14 εκατομμύρια τόνοι ή 33 κιλά ανά άτομο).
Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ παράγει περισσότερα απόβλητα, η συνολική ποσότητα αστικών απορριμμάτων που τίθενται σε υγειονομική ταφή έχει μειωθεί. Το 2020, η υγειονομική ταφή των αστικών απορριμμάτων μειώθηκε από 121 εκατομμύρια τόνους το 1995 σε 52 εκατομμύρια τόνους (-58%). Αυτό αντιστοιχεί σε μέση ετήσια μείωση 4%. Με άλλα λόγια, το ποσοστό υγειονομικής ταφής (τα απόβλητα ως μερίδιο των παραγόμενων αποβλήτων) στην ΕΕ μειώθηκε από 61 % το 1995 σε 23 % το 2020.
Η μείωση αυτή μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στην εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας (όπως για παράδειγμα της Οδηγίας 62/1994) για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας. Έως το 2001, τα κράτη μέλη έπρεπε να ανακτήσουν τουλάχιστον το 50 % όλων των συσκευασιών που διατέθηκαν στην αγορά ενώ έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025, το 65% των απορριμμάτων συσκευασίας πρέπει να ανακυκλωθεί.
Επιπλέον, η οδηγία 31/1999 για τους χώρους υγειονομικής ταφής όριζε ότι τα κράτη μέλη ήταν υποχρεωμένα να μειώσουν την ποσότητα των βιοαποδομήσιμων αστικών αποβλήτων που οδηγούνται σε χώρους υγειονομικής ταφής σε 75 % έως τις 16 Ιουλίου 2006, σε 50 % έως τις 16 Ιουλίου 2009, σε 35 % έως τις 16 Ιουλίου 2016 και σε 10% έως το 2035. Η μείωση υπολογίστηκε με βάση τη συνολική ποσότητα βιοαποδομήσιμων αστικών απορριμμάτων που παρήχθησαν το 1995. Οι στόχοι αυτοί ώθησαν τα ευρωπαϊκά κράτη να υιοθετήσουν διαφορετικές στρατηγικές για να μειώσουν την υγειονομική ταφή όπως είναι η κομποστοποίηση, η βιολογική επεξεργασία, η αποτρέφρωση κλπ.
Η φιλόδοξη δέσμη μέτρων για την κυκλική οικονομία που έχει εγκρίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιλαμβάνει αναθεωρημένες νομοθετικές προτάσεις για τα απόβλητα με υψηλότερο κοινό στόχο για την ανακύκλωση αστικών απορριμμάτων και απορριμμάτων συσκευασίας και χαμηλότερα όρια για την υγειονομική ταφή αστικών απορριμμάτων.