Με ραγδαίους ρυθμούς αυξάνεται το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά στην πρόσβαση στα τρόφιμα ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού και του COVID-19 με το φαινόμενο να είναι μεν παγκόσμιο αλλά να παρουσιάζει υψηλότερα ποσοστά στις αναπτυσσόμενες ώρες.
Από τα εκτιμώμενα 828 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως που επλήγησαν από την πείνα το 2021, περίπου τρεις στους πέντε (59%) ήταν γυναίκες, σύμφωνα με μια έκθεση που κυκλοφόρησε από την ανθρωπιστική οργάνωση Care.
Αυτό σημαίνει ότι, σε σχέση με τους άνδρες, οι γυναίκες τους ξεπερνούν κατά 150 εκατομμύρια όσον αφορά στην επισιτιστική ανασφάλεια.
Μεγαλώνει το χάσμα
Από το 2018, η διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών έχει αυξηθεί 8,4 φορές, λαμβάνοντας εν μέρει ώθηση από την πανδημία του κορονοϊού. Τώρα, με την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις ελλείψεις τροφίμων, παράλληλα με ευρύτερους πληθωριστικούς παράγοντες, η κατάσταση φαίνεται ότι θα επιδεινωθεί περαιτέρω.
«Δεν είναι μόνο ένα έντονο χάσμα, αλλά είναι και η μεγάλη διαφορά σε σύγκριση με το 2018, η οποία αυξάνεται ραγδαία», δήλωσε στο CNBC η Emily Janoch, ανώτερη διευθύντρια σκέψης του Care και μία από τις συντάκτριες της έκθεσης.
Τα ευρήματα, τα οποία βασίζονται σε δεδομένα από τα Ηνωμένα Έθνη και την Παγκόσμια Τράπεζα, αναφέρονται στην επικρατούσα κατάσταση μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021. Οι επιπτώσεις από τις κρίσεις του 2022 δεν θα γίνουν γνωστές μέχρι το επόμενο έτος, αλλά η πρόβλεψη φαίνεται ζοφερή.
«Όλα όσα βλέπουμε μας λένε ότι θα επιδεινωθεί», είπε η Janoch,
«Αν κοιτάξετε τον αντίκτυπο στη γεωργία μετά την κρίση των ρωσικών λιπασμάτων, οι επιπτώσεις είναι αστρονομικές. Δεν ξέρουμε ποιες ακριβώς θα είναι , αλλά ξέρουμε ότι θα πλήξουν βαριά γυναίκες και κορίτσια», είπε.
Η επισιτιστική ανασφάλεια αυξάνεται καθώς μειώνεται η ισότητα των φύλων
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ για το 2022 με τίτλο «Η κατάσταση της επισιτιστικής ασφάλειας και της διατροφής στον κόσμο», οι γυναίκες βιώνουν χειρότερη επισιτιστική ανασφάλεια από τους άνδρες σε κάθε περιοχή του κόσμου. Αυτή η διαφορά είναι ιδιαίτερα έντονη στις αναπτυσσόμενες χώρες και συγκεκριμένα στον Παγκόσμιο Νότο.
Η έκθεση της Care διαπίστωσε επίσης ότι καθώς η ανισότητα των φύλων αυξανόταν σε 109 χώρες, το ίδιο αυξανόταν και η επισιτιστική ανασφάλεια. Στο Σουδάν, για παράδειγμα σχεδόν τα δύο τρίτα των γυναικών (65%) αναφέρεται ότι βιώνουν επισιτιστική ανασφάλεια έναντι του 49% που αφορά στους άνδρες. Στη Σομαλία, για παράδειγμα, οι άνδρες ανέφεραν ότι έτρωγαν μικρότερα γεύματα ενώ οι γυναίκες ανέφεραν ότι παραλείπουν τελείως γεύματα.
Στον Λίβανο, κατά την έναρξη της πανδημίας Covid-19, το 85% των ανθρώπων ανέφεραν ότι μείωσαν τον αριθμό των γευμάτων που έτρωγαν, αλλά περισσότερες γυναίκες (85%) από ό,τι άντρες (57%) ανέφεραν ότι τρώνε επίσης μικρότερες μερίδες.
Στο Μπαγκλαντές, μία στις πέντε (21%) γυναίκες ανέφερε ότι βίωσε αυξημένη βία στο σπίτι ως αποτέλεσμα των υψηλότερων τιμών των τροφίμων.
Ωστόσο, κορίτσια και γυναίκες είναι υπεύθυνες για το 85-90% της προετοιμασίας των οικιακών τροφίμων παγκοσμίως και για τις περισσότερες αγορές τροφίμων, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ.
Τέτοια έμφυλα κενά επισιτιστικής ασφάλειας έχουν σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο για τις γυναίκες και τις οικογένειες για τις οποίες μπορεί να είναι υπεύθυνες αλλά και για την ευρύτερη οικονομία.
Συχνά, μεγάλα τμήματα της οικονομικής συνεισφοράς των γυναικών δεν αναγνωρίζονται ή είναι δύσκολο να υπολογιστούν — τουλάχιστον σε οικονομικά δεδομένα. Πράγματι, το ΔΝΤ εκτιμά ότι η οικονομική αξία της μη αμειβόμενης εργασίας, η οποία, όπως λέει, γίνεται κυρίως από γυναίκες, αντιπροσωπεύει μεταξύ 10% και 60% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Η Rebecca Burgess, Country Director στο The Hunger Project U.K., εκτιμά ότι η περαιτέρω διευκόλυνση της οικονομικής συμμετοχής και λήψης αποφάσεων των γυναικών - τόσο στο νοικοκυριό όσο και σε νομοθετικό επίπεδο - θα συμβάλει σημαντικά στη μείωση της φτώχειας και στη βελτίωση των διατροφικών αποτελεσμάτων σε όλους τους τομείς.
Ένας αποδεδειγμένος τρόπος για να ξεπεραστούν πολλά συστηματικά εμπόδια στην επιτυχία μιας γυναίκας είναι η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην τοπική, περιφερειακή και εθνική νομοθεσία ως εξουσιοδοτημένοι παράγοντες αλλαγής», ανέφερε η Burgess μιλώντας στο CNBC.
Μελέτες έχουν δείξει επανειλημμένα ότι όταν δίνεται στις γυναίκες η ευκαιρία να δημιουργήσουν και να ελέγξουν ένα εισόδημα, επενδύουν συνήθως σημαντικά μέρη του εισοδήματός τους σε τρόφιμα, υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση για τις οικογένειές τους.
Πράγματι, μια μελέτη Care του 2021 από το Μπουρούντι διαπίστωσε ότι η επένδυση στην ισότητα των φύλων στη γεωργία απέφερε απόδοση 5 δολαρίων για κάθε 1 δολάριο που επενδύθηκε, σε σύγκριση με απόδοση 2 δολαρίων για κάθε 1 δολάριο που επενδύθηκε σε γεωργικά προγράμματα που αγνοούσαν την ισότητα των φύλων.
«Οι γυναίκες είναι μεγάλοι παίκτες στις οικονομικές αλυσίδες εφοδιασμού, οι οποίοι δεν φαίνονται πάντα», είπε η Janoch. «Ένα δολάριο στα χέρια μιας γυναίκας κατευθύνεται κυρίως στην αύξηση της επισιτιστικής ασφάλειας».
Ο ΟΗΕ λέει ότι η παγκόσμια επισιτιστική κρίση αφορά την οικονομική προσιτότητα και όχι τη διαθεσιμότητα.
Οι τιμές των τροφίμων παραμένουν υψηλές καθώς ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία συνεχίζεται, επιδεινώνοντας την υπάρχουσα πίεση από τις διακοπές της εφοδιαστικής αλυσίδας και την κλιματική αλλαγή.
Ο πόλεμος έχει «ρίξει πολύ καύσιμο σε μια ήδη αναμμένη φωτιά», δήλωσε ο Arif Husain, επικεφαλής οικονομολόγος στο Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών.
Η Ουκρανία είναι σημαντικός παραγωγός αγαθών όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι και το ηλιέλαιο. Αν και οι εξαγωγές παγκοσμίως έχουν περιοριστεί λόγω της εισβολής της Ρωσίας, ο Husain είπε ότι η παγκόσμια επισιτιστική κρίση δεν οφείλεται στη διαθεσιμότητα τροφίμων, αλλά στην αύξηση των τιμών.
«Αυτή η κρίση έχει να κάνει με τις προσιτές τιμές, που σημαίνει ότι υπάρχει διαθέσιμο φαγητό, αλλά οι τιμές είναι πραγματικά υψηλές», είπε στο «Capital Connection» του CNBC τη Δευτέρα.
Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων τον Ιούλιο ήταν 13% υψηλότερες από ό,τι πριν από ένα χρόνο. Και οι τιμές θα μπορούσαν να συνεχίσουν να αυξάνονται. Στο χειρότερο σενάριο του, ο ΟΗΕ εκτιμά ότι οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων θα μπορούσαν να εκτιναχθούν άλλο 8,5% έως το 2027.