Μέχρι τώρα, η έλλειψη ενός ενιαίου και παγκοσμίως αποδεκτού μοντέλου αξιολόγησης των επιδόσεων των επιχειρήσεων ως προς την ενσωμάτωση του ESG (περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εταιρικής διακυβέρνησης κριτήρια) αποτελούσε το βασικό προβληματισμό των επενδυτών όταν εξέταζαν το ενδεχόμενο να ωθήσουν κεφάλαια προς τις βιώσιμες επενδύσεις. Ωστόσο, μέρος της επιστημονικής κοινότητας υποστηρίζει ότι οι αποκλίσεις στις αξιολογήσεις ESG μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλότερες αποδόσεις, καθιστώντας με αυτό τον τρόπο ένα κατά την άποψη μερικών «μειονέκτημα» σε πλεονέκτημα.
Όπως είναι γνωστό, οι αξιολογήσεις των επιχειρήσεων εκπονούνται από διαφορετικούς οίκους οι οποίοι χρησιμοποιούν διαφορετικά μέτρα και σταθμά. Η απόκλιση στις αξιολογήσεις έχει τρεις πηγές. Είτε οι αξιολογητές χρησιμοποιούν διαφορετικές κατηγορίες, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε διαφωνία (αναφέρεται ως «απόκλιση πεδίου»), είτε μετρούν τις ίδιες κατηγορίες διαφορετικά («απόκλιση μέτρησης, είτε αποδίδουν διαφορετικό βάρος στις διαφορετικές κατηγορίες («απόκλιση βάρους») όταν καταλήγουν σε μια συγκεντρωτική βαθμολογία ESG. Μια προηγούμενη μελέτη με τίτλο "Aggregate Confusion: The Divergence of ESG Ratings", διαπιστώνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της απόκλισης στις αξιολογήσεις μπορεί να εντοπιστεί στη μέτρηση και την απόκλιση πεδίου, ενώ η απόκλιση βάρους φαίνεται να παίζει δευτερεύον ρόλο.
Λόγω της απόκλισης στις αξιολογήσεις, τα κεφάλαια ενδέχεται να μην ευθυγραμμίζονται με τους στόχους και τις πεποιθήσεις των επενδυτών. Επιπλέον, η απόδοση και ο κίνδυνος των κεφαλαίων ESG μπορεί να διαφέρουν σημαντικά και καθορίζονται από συγκεκριμένα κριτήρια για τα αμοιβαία κεφάλαια και όχι από έναν ομοιογενή παράγοντα ESG. Πρόκειται για περίπλοκες συσχετίσεις για τις οποίες σχετική μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2021 στο The Accounting Review, υποστηρίζει ότι όσο μεγαλύτερη είναι η γνωστοποίηση ESG μιας εταιρείας τόσο επιδεινώνεται η απόκλιση/διαφωνία αξιολόγησης ESG παρά επιλύεται.
Tελικά πώς επηρεάζεται η απόδοση από τις αποκλίνουσες αξιολογήσεις ESG
Η μελέτη «ESG Rating Disagreement and Stock Returns» εξέτασε τη σχέση μεταξύ της απόκλισης στις αξιολογήσεις ESG και στις αποδόσεις μετοχών. Η βάση δεδομένων τους κάλυπτε αξιολογήσεις ESG από επτά παρόχους δεδομένων (Refinitiv ESG, Morningstar, Inrate, Bloomberg, FTSE, MSCI και MSCI IVA) ενώ η έρευνα εφαρμόστηκε σε δείγμα εταιρειών του S&P 500 για το διάστημα 2010 - 2020. Όπως διαπιστώνει η έρευνα, η απόκλιση έτεινε να είναι μεγαλύτερη για τις μεγαλύτερες εταιρείες του S&P 500 (ίσως λόγω της πολυπλοκότητας τέτοιων εταιρειών) και για τις εταιρείες που δεν έφεραν αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας (ενδεχομένως επειδή το περιβάλλον πληροφοριών για αυτές τις εταιρείες είναι χαμηλότερης ποιότητας).
Οι πιο κερδοφόρες εταιρείες έτειναν να έχουν χαμηλότερα επίπεδα αποκλίσεων αξιολόγησης ESG (ίσως επειδή ήταν σε θέση να αφιερώσουν περισσότερους πόρους στις πολιτικές ESG και στις γνωστοποιήσεις ESG).
Οι επιχειρήσεις με περισσότερα υλικά περιουσιακά στοιχεία έτειναν να έχουν μικρότερη διαφωνία στην περιβαλλοντική τους αξιολόγηση ενώ η απόκλιση αξιολόγησης ESG δεν συσχετίστηκε με την απόκλιση στις προβλέψεις κερδών που εκδόθηκαν από τους αναλυτές.
Οι αποδόσεις των μετοχών συσχετίστηκαν θετικά με την απόκλιση στις αξιολογήσεις ESG, υποδηλώνοντας ένα ασφάλιστρο κινδύνου για εταιρείες με υψηλότερα επίπεδα αποκλίσεων ESG.