Τα έντομα προωθούνται πλέον και μέσω της ΕΕ ως φθηνή πηγή πρωτεΐνης και οι δυτικές κοινωνίες (και μαζί με αυτές και οι μεσογειακές χώρες) ετοιμάζονται να υποδεχθούν μια διατροφική συνήθεια η οποία σε περιοχές όπως είναι η Ασία και η Αφρική έχει εγκαθιδρυθεί εδώ και πολλά χρόνια.
Πριν από λίγους μήνες η ΕΕ ενέκρινε την εισαγωγή των προνυμφών Alphitobius diaperinus, οι οποίες θεωρούνται το μικρότερο αλευροσκουλήκι στην αγορά των τροφίμων. Μέχρι στιγμής αρκετά παρασκευάσματα εντόμων έχουν ενταχθεί ή θα ενταχθούν στον κατάλογο των εγκεκριμένων από την ΕΕ τροφών εντόμων, συμπεριλαμβανομένου του αποξηραμένου αλευροσκουληκιού Tenebrio Molitor και της αποξηραμένης σκόνης της μεταναστευτικής ακρίδας, ανεβάζοντας έτσι τον αριθμό των εγκεκριμένων εντόμων που προορίζονται προς βρώση.
Η λογική πίσω από τη στροφή στη νέα αυτή πηγή πρωτεΐνης είναι ότι τα έντομα προσφέρουν μια πολλά υποσχόμενη εναλλακτική λύση για μια δίαιτα χαμηλού οικολογικού αποτυπώματος: είναι γενετικά πολύ διαφορετικά από τους ανθρώπους (επομένως περιορίζεται η πιθανότητα μόλυνσης από κάποιον ιό), παράγουν μόνο μικρές ποσότητες αερίων θερμοκηπίου, σε σύγκριση με τα ζώα (μια αγελάδα παράγει 2.850 γραμμάρια αερίων θερμοκηπίου για να αποδώσει 1 κιλό πρωτεΐνης, ενώ τα έντομα παράγουν μόλις 1 γραμμάριο) και μπορούν να τραφούν με οργανικά απόβλητα, όπως φλούδες λαχανικών. και απαιτούν μόνο μικρές ποσότητες νερού.
Αφρικανοί, Ασιάτες, Ευρωπαίου (και Έλληνες) τρώνε έντομα
Δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλη τη Νότια Αμερική, την Ασία και την Αφρική τρώνε τακτικά έντομα. Πολλοί καταναλωτές, μάλιστα, καταφεύγουν στα έντομα από επιλογή καθώς τα θεωρούν πιο «λαχταριστό» πιάτο σε σχέση με άλλα συμβατικά τρόφιμα.
Τα μυρμήγκια, για παράδειγμα, είναι ιδιαίτερα περιζήτητα σε πολλά μέρη του κόσμου και περίπου 80 είδη ακρίδας καταναλώνονται παγκοσμίως. Υπολογίζεται ότι 9,5 δισεκατομμύρια κάμπιες mopane συλλέγονται ετησίως στη Νότια Αφρική, ενώ στην περιοχή Τσιάπας του Μεξικού, συναντάμε 27 τύπους κάμπιας. Οι προνύμφες των σφηκών αποτελούν συνήθη … μεζέ στην Ιαπωνία και, από το 2012, υπήρχαν περίπου 20.000 αγρότες κρίκετ στην Ταϊλάνδη.
Στις ΗΠΑ, τα έντομα έχουν αρχίσει να γίνονται mainstream ενώ στη Ευρώπη, η Ελβετία ήταν η πρώτη χώρα που τα ενέκρινε για κατανάλωση από ανθρώπους. Αν και η Βρετανία δείχνει να είναι λίγο πιο μπροστά σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, η νέα τάση κερδίζει ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές ακόμη και στην Ελλάδα. Κάποιοι, μάλιστα, καταναλώνουν έντομα χωρίς καν να το αντιλαμβάνονται.
Η χρωστική που χρησιμοποιείται για να δώσει σε τρόφιμα και σνακ ένα κόκκινο χρώμα παράγεται από την καρμίνη ή κοχενίλη ή καρμινικό οξύ (έχει καταχωρηθεί στη βάση της EFSA με τον κωδικό E120) που παράγεται από τα θηλυκά έντομα και τα αυγά τους, του είδους Cochineal Dactylopius coccus Costa που ζει στη φραγκοσυκιά. Τέτοια συστατικά περιέχονται σε κάποια red velvet cake, σε ορισμένα αναψυκτικά, αλλαντικά, αλκοολούχα ποτά, σνακ, καραμέλες και τρόφιμα όπως η ταραμοσαλάτα.
Τα οφέλη από την ένταξη των εντόμων στην διατροφή μας
Σε έναν κόσμο όπου τρώμε πουλιά ή θηλαστικά, το να «τσιμπολογήσουμε» ένα έντομο ίσως να είναι «πταίσμα» θεωρούν οι υποστηρικτές της κατανάλωσης εντόμων. Άλλωστε, τα έντομα αποτελούν μέρος της καθημερινής διατροφής για δύο δισεκατομμύρια ανθρώπους και μπορεί να αρχίσουν να εμφανίζονται ακόμη πιο τακτικά στα τραπέζια των δυτικών κοινωνιών. Η διεύρυνση της χρήσης τους θα έλυνε προβλήματα υποσιτισμού και θα προστάτευε το περιβάλλον, υποστηρίζουν κάποιοι ειδικοί επιστήμονες.
Μέχρι το 2050, προβλέπεται ότι θα υπάρχουν εννέα δισεκατομμύρια άνθρωποι στη γη. Με απλά λόγια, οι σημερινές μέθοδοι παραγωγής τροφίμων δεν θα είναι σε θέση να καλύψουν έναν τόσο μεγάλο πληθυσμό με βιώσιμο τρόπο. Από την άλλη, η παραγωγή των συμβατικών τροφίμων είναι υπεύθυνη για σχεδόν το 60% ης παγκόσμιας απώλειας βιοποικιλότητας και συμβάλλει στην υπεραλίευση, την κλιματική αλλαγή και την έλλειψη νερού. Ο τρόπος που παράγουμε και καταναλώνουμε κρέας απαιτεί συχνά τεράστιες ποσότητες γης για την καλλιέργεια ζωοτροφών, όπως σόγια και καλαμπόκι. Το 51% της κατοικήσιμης του πλανήτη αφιερώνεται επί του παρόντος στη γεωργία. Από αυτό, περισσότερο από το 70% εκατό θα μπορούσε να αποδοθεί στη βιομηχανία κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων. Ομοίως, σε μια εποχή όπου η έλλειψη νερού αποτελεί έναν ακόμη πρόβλημα, η παραγωγή κρέατος σε τόσο μεγάλη κλίμακα ίσως να μην είναι αποδοτική. Για να παραχθεί μόλις 1 κιλό πρωτεΐνης βόειου κρέατος, απαιτούνται 22.000 λίτρα νερού. Για την ίδια ποσότητα πρωτεΐνης με βάση το κρίκετ, θα χρειαστεί μόνο 1 λίτρο.
Και βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις θερμίδες, οι οποίες, στην περίπτωση των εντόμων αποτελούν μια έκπληξη αν συγκριθούν με άλλα γεύματα πρωτεΐνης. Σύμφωνα με τον ελβετικό οργανισμό coop, ένα μπέργκερ με βοδινό κρέας έχει 195 θερμίδες και 13 γραμμάρια λίπους, ένα μπέργκερ με μπιφτέκι λαχανικών 208 θερμίδες και 11 γραμμάρια λίπους και ένα μπέργκερ με μπιφτέκι από αλεύρι από έντομα έχει 275 θερμίδες και 13,5 γραμμάρια λίπους.
«Ναι» στην κατανάλωση εντόμων αλλά με... έλεγχο
Πριν από λίγα χρόνια, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων δημοσίευσε μια αξιολόγηση κινδύνου από τη χρήση εντόμων ως πηγή πρωτεΐνης για ανθρώπινη κατανάλωση και ζωοτροφές. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων εξαρτώνται από τον τρόπο εκτροφής και επεξεργασίας των εντόμων.
Συγκεκριμένα, η επιστημονική επιτροπή της EFSA, συνέταξε μια έκθεση που αξιολόγησε δυνητικούς βιολογικούς και χημικούς κινδύνους, καθώς και κινδύνους αλλεργιογένεσης και κινδύνους για το περιβάλλον που σχετίζονται με εκτρεφόμενα έντομα που χρησιμοποιούνται σε τρόφιμα και ζωοτροφές, λαμβάνοντας υπόψη ολόκληρη την αλυσίδα από τη γεωργία μέχρι το τελικό προϊόν». Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι εξαρτώνται από τη μορφή εκτροφής που χρησιμοποιείται αναφέροντας ότι: «οι συγκεκριμένες μέθοδοι παραγωγής, το υπόστρωμα που χρησιμοποιείται, το στάδιο της συγκομιδής, τα είδη εντόμων, καθώς και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για περαιτέρω επεξεργασία θα έχουν όλα αντίκτυπο στην πιθανή παρουσία βιολογικών και χημικών ρύπων στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές των προϊόντων που προέρχονται από έντομα».