Τα βιώσιμα προϊόντα κυκλοφορούν στην αγορά σε υψηλότερη τιμή από τα συμβατικά και κάποιες φορές οι εταιρείες παραγωγής τους έχουν κατηγορηθεί άμεσα ή έμμεσα για greenwashing. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι η παραπλάνηση για τα πράσινα διαπιστευτήρια των προϊόντων δεν αποτελεί τον κανόνα και οι υψηλότερες τιμές για τα βιώσιμα προϊόντα οφείλονται σε μια σειρά από παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται με το κόστος των πρώτων υλών, την προσφορά και την ζήτηση.
Η γραμμή παραγωγής, το ανθρώπινο δυναμικό, η διανομή, όλα στήνονται με στόχο την δημιουργία μιας αγοράς, ενός καταναλωτικού κοινού και κατά συνέπεια την αύξηση της κατανάλωσης.
Όταν υπάρχει μικρή έως καθόλου ζήτηση για ένα είδος, οι εταιρείες δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα από τη μείωση της τιμής τους, καθώς αυτό δεν θα αυξήσει τις πωλήσεις. Στην πραγματικότητα, μπορεί ακόμη και να ζημιωθούν καθώς δεν έχουν φθάσει στο επίπεδο όπου οι οικονομίες κλίμακας θα ρίξουν το κόστος.
Αλλά η αγορά βιώσιμων προϊόντων ίσως χρειάζεται λίγο ακόμη χρόνο για να ωριμάσει. Ήδη βρίσκεται σε καλό δρόμο καθώς η αυξημένη ευαισθητοποίηση αλλάζει τις ισορροπίες στην αγορά. Το 2021, μια έρευνα σε πάνω από 10.000 άτομα από 17 κράτη διαπίστωσε ότι η βιωσιμότητα γίνεται ολοένα και πιο σημαντική για τις αγοραστικές επιλογές των πελατών. Το 24% των Baby Boomers και της Generation X θα επιλέξουν μια φιλική προς το περιβάλλον εναλλακτική λύση όταν είναι διαθέσιμη, ενώ αυτό το ποσοστό φθάνει στο 32% για τους millennials.
Πρόκειται για ενθαρρυντικά στατιστικά στοιχεία. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, όταν εξετάζεται η διαθεσιμότητα των προϊόντων, οι βιώσιμες επιλογές στα ράφια των καταστημάτων είναι πολύ περιορισμένες κάτι που δείχνει ότι η ζήτηση για αυτά τα αγαθά έχει ακόμη δρόμο να διανύσει.
Ακόμη, το κόστος των βιώσιμων προϊόντων είναι συχνά υψηλότερο από εκείνο των συμβατικών προϊόντων λόγω των ακριβών πρώτων υλών, οι οποίες συχνά είναι υψηλής ποιότητας και φυσικά ς είναι απαραίτητες για την παραγωγή ενός προϊόντος που έχει μικρότερο περιβαλλοντικό αντίκτυπο.
Για παράδειγμα, η χρήση ανακυκλωμένου χαρτιού αντί για παρθένο χαρτί σώζει τα δέντρα, αλλά η ανακύκλωση του χαρτιού κοστίζει περισσότερο από την κοπή νέων δέντρων. Το ίδιο ισχύει για τη συγκομιδή οργανικού βαμβακιού και τη χρήση οργανικών βαφών αντί για συμβατικό βαμβάκι και συνθετικές βαφές.
Ομοίως, η χρήση χημικών ουσιών, όπως συντηρητικά και φυτοφάρμακα, είναι ένας τρόπος για να διατηρηθεί η τιμή των προϊόντων σε χαμηλά επίπεδα. Χρησιμοποιώντας αυτές τις χημικές ουσίες, οι εταιρείες μπορούν να αποφύγουν τη χρήση πιο φυσικών/δαπανηρών μεθόδων συντήρησης ή ελέγχου παρασίτων.
Στην ίδια λογική, η παράλειψη τοξινών σε φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα αυξάνει το κόστος τους σε σύγκριση με τις συμβατικές εναλλακτικές λύσεις. Αυτό συμβαίνει επειδή αυτά τα είδη πρέπει να πληρούν υψηλότερα πρότυπα για να διασφαλιστεί ότι είναι ασφαλή για ανθρώπινη χρήση και ότι δεν περιέχουν επιβλαβείς χημικές ουσίες.
Για παράδειγμα, ένα συμβατικό προϊόν καθαρισμού μπορεί να περιέχει επιβλαβείς χημικές ουσίες όπως είναι το χλωροφόρμιο, το οποίο είναι ένα αναισθητικό που μπορεί να προκαλέσει ηπατική ανεπάρκεια και έχει συνδεθεί με καρκίνο. Ο μονομεθυλαιθέρας της διαιθυλενογλυκόλης (DEGME) χρησιμοποιείται στα υγρά φρένων, ο οποίος προκαλεί ερεθισμό των ματιών και διάβρωση του δέρματος. Η διμεθυλγλυκόλη (DEG) χρησιμοποιείται σε αφαίρεση χρωμάτων και βερνικιών νυχιών. Μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό στα μάτια και βλάβη στο κεντρικό νευρικό σύστημα εάν εισπνευστεί ή απορροφηθεί από το δέρμα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αντίθετα, ένα φυσικό προϊόν καθαρισμού δεν μπορεί να περιέχει καμία από τις παραπάνω χημικές ουσίες και πρέπει να είναι παρασκευασμένο από μη τοξικά υλικά. Αυτό σημαίνει ότι θα κοστίσει περισσότερο η παραγωγή του από το συμβατικό του, γεγονός που εξηγεί γιατί τα φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα είναι γενικά πιο ακριβά από άλλα αντίστοιχα.
Επιπλέον, οι πιστοποιήσεις μπορούν συχνά να ανεβάσουν την τιμή ενός προϊόντος, καθώς απαιτούν πιο αυστηρές δοκιμές και επιθεωρήσεις.
Τέλος, το κόστος ανεβαίνει όταν οι ίδιες οι επιχειρήσεις υιοθετούν πιο βιώσιμες πρακτικές για τη λειτουργία τους. Τέτοιες πρακτικές είναι η εγκατάσταση ηλιακών συλλεκτών, η χρήση ενεργειακά αποδοτικών συσκευών κλπ. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συχνά, οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να μετακυλήσουν κόστος των επενδύσεων αυτών στους καταναλωτές.