Η ανακύκλωση, ένας από τους τρεις βασικούς πυλώνες της «ιεραρχίας των αποβλήτων» (μείωση, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση) αποτελεί το αγαπημένο μότο εθνικών κυβερνήσεων, επιχειρήσεων και οργανισμών για την μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία, ωστόσο, τα ποσοστά των αποβλήτων που ανακυκλώνονται παραμένουν χαμηλά ενώ υπό αμφισβήτηση τίθεται και ο πράσινος χαρακτήρας της.
Σε ετήσια βάση, από τους 41 εκατ. τόνους πλαστικών αποβλήτων των οποίων η διαχείριση γίνεται εντός της ΕΕ, μόνο το 29% ανακυκλώνεται ενώ τα υπόλοιπα οδηγούνται για ενεργειακή αξιοποίηση μέσω καύσης ή καταλήγουν στη χωματερή. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Εταιρείας Αξιοποίησης Ανακύκλωσης, η οποία διαχειρίζεται το περιεχόμενο των γνωστών μπλε κάδων, μόλις το 50% του περιεχομένου τους οδηγείται στην ανακύκλωση.
Το πρόβλημα είναι ακόμη πιο έντονο για τα πλαστικά απόβλητα, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος είτε οδηγείται σε χωματερές εντός της Ελλάδας είτε εξάγεται σε χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία για να ανακυκλωθεί και να εισαχθεί εκ νέου στην Ελλάδα προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμη ύλη σε τσιμεντάδικα είτε ως νέο πλαστικό (μαύρη πλαστική σακούλα). Και η χώρα μας δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Οι πλουσιότερες χώρες στέλνουν τα αποβλητά τους στις φτωχότερες, η Ελλάδα στέλνει στα Βαλκάνια αλλά δέχεται από άλλες χώρες όπως είναι η Ιταλία. Από το 2018 όπου η Κίνα, μια κατεξοχήν χώρα υποδοχής απορριμμάτων από όλο τον κόσμο, απαγόρευσε την εισαγωγή σκουπιδιών το εμπόριο αποβλήτων εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρχισε να ανθίζει με χώρες οι οποίες έχουν πιο «χαλαρούς» κανονισμούς να επιδίδονται συστηματικά στην εισαγωγή και αξιοποίηση τέτοιων αποβλήτων.
Το ταξίδι των πλαστικών αποβλήτων που παράγονται στην Ελλάδα
Απόβλητα που έχουν παραχθεί στην Ελλάδα καταλήγουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Έρευνα της Greenpeace είχε εντοπίσει πλαστικά από την Κρήτη στην Αττάλεια της Τουρκίας και πλαστικά από την Πελοπόννησο στο Ρότερνταμ. Ακόμη πιο παράδοξο, όμως, είναι το ταξίδι που κάνουν τα πλαστικά τα οποία συλλέγονται στους μπλε κάδους και οδηγούνται στα Κέντρα Διαλογής και Ανάκτησης Υλικών (ΚΔΑΥ) που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα με στόχο να οδηγηθούν στην ανακύκλωση και να επαναχρησιμοποιηθούν.
Μεγάλο μέρος αυτών εξάγεται σε χώρες όπως είναι η Βουλγαρία και η Ρουμανία, όπου δραστηριοποιούνται μεγάλες επιχειρήσεις που μεταπωλούν τα ανακυκλωμένα υλικά και στην … Ελλάδα.
Στο πλαίσιο έρευνας που πραγματοποιήθηκε από τους Αλεξία Καλαϊτζή, του Γιώργο Χρηστίδη και Αλέξανδρο Αβραμίδη με τίτλο «Στα χνάρια των πλαστικών σκουπιδιών της Ελλάδας» με την υποστήριξη του μη κερδοσκοπικού δημοσιογραφικού οργανισμού iMEdD και σε συνεργασία με το Basel Action Network (ΒΑΝ) και το ελληνικό γραφείο της Greenpeace εξετάστηκε με την τοποθέτηση GPS σε ανακυκλώσιμα σε διάφορα σημεία της χώρας η πορεία των ανακυκλώσιμων σε διάφορα σημεία της χώρας.
Τα στοιχεία έδειξαν ότι πολλά ανακυκλώσιμα όταν φεύγουν από τα κέντρα διαλογής καταλήγουν σε χωματερές π.χ της Καβάλας ή σε ΧΥΤΑ της Σύρου ενώ ένα μεγάλο μέρος αυτών κα κυρίως πλαστικές σακούλες και PET (πλαστικά μπουκάλια νερού) καταλήγουν στην Βουλγαρία και την Ρουμανία.
Η Ελλάδα είναι βασικός προμηθευτής πλαστικού σκουπιδιού της Βουλγαρίας με τις εισαγωγές από την χώρα μας να έχουν υπερδιπλασιαστεί το 2022 σε σχέση με το 2020. Για παράδειγμα, η εταιρεία Megaport αγοράζει κάθε μήνα από την Ελλάδα 200 τόνους πλαστικού σκουπιδιού τύπου LDPE, ποσότητα που αντιπροσωπεύει το 10% της πρώτης ύλης της. Η Megaport αγοράζει από ελληνικά ΚΔΑΥ και ιδιωτικές εταιρείες, πληρώνοντας ανάλογα με την ποιότητα από 5 έως 350 ευρώ τον τόνο. Μετά την ανακύκλωσή του, συχνά πωλείται πίσω στην Ελλάδα με τη μορφή είτε πέλετ είτε μαύρης σακούλας σκουπιδιών. Ένα 8% όμως δεν μπορεί να ανακυκλωθεί και είτε μετατρέπεται σε RDF για να καεί στα τσιμεντάδικα της Βουλγαρίας είτε καταλήγει στη χωματερή.
Πόσο πράσινη είναι η καύση σκουπιδιών
Στην Ελλάδα, η καύση σκουπιδιών και συγκεκριμένα RDF (το οποίο παράγεται από απορρίμματα, συμπεριλαμβανομένου του πλαστικού) από τσιμεντοβιομηχανίες κερδίζει έδαφος καθώς θεωρείται πολύ συμφέρουσα οικονομικά, αποτελεί εναλλακτική λύση του λιγνίτη και φθηνότερη από το φυσικό αέριο. Επίσης, το RDF ξεφεύγει από τα πρόστιμα για τους ρύπους καθώς βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας οι εκπομπές από την καύση RDF δεν προσμετρώνται στο σύστημα.
Από την άλλη πλευρά, στο πλαίσιο της έρευνας αλλά και σε επίπεδο τοπικών κοινοτήτων και ορισμένων φορέων εκφράζονται ενστάσεις για το κατά πόσο «πράσινο» είναι καθώς πολλοί πολίτες (όπως έχει γίνει γνωστό και από την δράση κοινωνικών ομάδων για το συγκεκριμένο θέμα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας) φοβούνται ότι η καύση αποβλήτων στις τσιμεντοκάμινους συμβάλλει στην ραγδαία αύξηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Μάλιστα, όπως υποστηρίζουν ερευνητές, μπορεί το συγκεκριμένο σύστημα να εφαρμόζεται σε χώρες όπως η Σουηδία ή η Γαλλία αλλά υπάρχουν πολλά είδη καύσης και διαφορετικές τεχνολογίες, πολλές από τις οποίες είναι και ξεπερασμένες. Αλλά ακόμη και σε περιπτώσεις όπου οι εν λόγω επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι χρησιμοποιούν σύγχρονη τεχνολογία και ότι διενεργούνται έλεγχοι, αυτό έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση καθώς όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές, οι έλεγχοι δεν διενεργούνται από ανεξάρτητους φορείς ενώ όπως αναφέρουν κατά την καύση, το 10%-15% του υλικού που καίγεται είναι τοξική στάχτη.
Πόσο πράσινη είναι και η ανακύκλωση;
Στο πλαίσιο της παρουσίασης της συγκεκριμένης έρευνας διατυπώθηκε το συμπέρασμα ότι όσον αφορά στα πλαστικά, η ανακύκλωση είναι απαραίτητη αλλά όχι ως πρώτη γραμμή άμυνας για την πλαστική ρύπανση. Ως μόνη σίγουρη λύση προτάσσεται η μείωση της χρήσης των πλαστικών τόσο για περιβαλλοντικούς λόγους όσο και για οικονομικούς. Ενώ για ορισμένα υλικά όπως το αλουμίνιο, η ανακύκλωση αποτελεί μια συμφέρουσα οικονομικά λύση καθώς ανακυκλώνεται εύκολα και είναι πιο οικονομικό το να ανακυκλωθεί από το να παραχθεί εκ νέου, το πλαστικό αποτελεί την μεγάλη πληγή της ανακύκλωσης καθώς η αγορά δεν μπορεί να το απορροφήσει το σύνολο των πλαστικών. Για παράδειγμα, η αγορά του PET βάσει της νομοθεσίας που απαιτεί να υπάρχει ποσοστό ανακυκλώσιμου πλαστικού είναι πιο πρόσφορη αλλά η αγορά της πλαστικής σακούλας είναι προβληματική. Τα πλαστικά μιας χρήσης δεν μπορούν να μετατραπούν σε κάτι χρήσιμο και ως εκ τούτου μεταπίπτουν στο λεγόμενο downcycling όπου παράγεται χειρότερης ποιότητας υλικό.
«Η ανακύκλωση του πλαστικού όχι μόνο δεν είναι λύση, αλλά προκαλεί και σειρά από προβλήματα, από τη χρήση νερού και τη ρύπανση του περιβάλλοντος, μέχρι την άγνωστη σύσταση των πλαστικών αποβλήτων. Η ανακύκλωση είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μάρκετινγκ και διαφήμιση, και όχι μαγική λύση στο πρόβλημα του πλαστικού», λέει η Ζαχαρινόβα, από την περιβαλλοντική οργάνωση Za Zemiata (Για τη Γη) που μελετά εδώ και χρόνια το θέμα και πέτυχε φέτος, έπειτα από σχεδόν δεκαετή δικαστικό αγώνα, την ακύρωση της κατασκευής μιας κολοσσιαίας μονάδας καύσης απορριμμάτων στη Σόφια.
Η λύση κατά την ίδια είναι μία: «να μην χρησιμοποιούμε προϊόντα που δεν μπορούν να ανακυκλωθούν και να σκεφτόμαστε πολύ περισσότερο την επαναχρησιμοποίηση και κυρίως την πρόληψη».
Η επιστημονική έρευνα με τίτλο «The potential for a plastic recycling facility to release microplastic pollution and possible filtration remediation effectiveness» αναδεικνύει και μία λιγότερο γνωστή πτυχή της ανακύκλωσης. Όπως αναφέρει, η ανακύκλωση πλαστικού μπορεί να απελευθερώσει τεράστιες ποσότητες μικροπλαστικών στο νερό και να μολύνει τον αέρα. Εύρημα ακόμα πιο ανησυχητικό, δεδομένου ότι έγινε σε εργοστάσιο ανακύκλωσης τελευταίας τεχνολογίας, σε μια πλούσια δυτική χώρα, τη Βρετανία.
Στα δείγματα βρέθηκαν μικροπλαστικά που απελευθερώθηκαν και ισοδυναμούσαν με το 13% του πλαστικού που είχε ανακυκλωθεί. Τα μικροπλαστικά, δηλαδή σωματίδια πλαστικού με μέγεθος μικρότερο από 5 χιλιοστά, μολύνουν τον πλανήτη –έχουν βρεθεί ακόμα και σε φρέσκο χιόνι στην Ανταρκτική–, ενώ έχουν εντοπιστεί στο ανθρώπινο αίμα και μπορεί να είναι τοξικά για τα φυτά, τα ζώα και τον ίδιο τον άνθρωπο.