Σύμφωνα με το νέο εργασιακό νόμο 4808/2021, θεσπίζεται διάλειμμα (κατ' ανώτατο όριο τα 30 λεπτά την ημέρα) σε όλους τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα που έχουν συμπληρώσει 4 ώρες εργασίας.
Με τον τρόπο αυτό όπως επισημαίνεται στο Νόμο, αποφεύγονται καταχρηστικές πρακτικές όπως η χορήγηση μεγάλης διάρκειας διαλείμματος (π.χ. 1 ώρα ημερησίως), με αντίστοιχη επιμήκυνση του χρόνου εργασίας με τις ίδιες απολαβές. Παράλληλα, αποσαφηνίζεται ότι ο χρόνος του διαλείμματος δεν αποτελεί χρόνο εργασίας.
«Το διάλειμμα, αν δεν ορισθεί διαφορετικά, δεν θεωρείται χρόνος εργασίας και συνεπώς ο χρόνος λήξεως της ημερήσιας εργασίας παρατείνεται ανάλογα με τη διάρκεια του διαλείμματος, προκειμένου να συμπληρωθεί το συμφωνημένο ωράριο» επισημαίνει ο Γιάννης Κλεώπας, Διευθύνων Σύμβουλος της Kleopas Alliott Business Consultants.
«Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που για μεγάλο χρονικό διάστημα ο εργοδότης χορηγεί στο προσωπικό του το διάλειμμα χωρίς να παρατείνει αντίστοιχα και το ωράριο εργασίας, δηλαδή εάν το διάλειμμα συμπεριλαμβάνεται στον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, τότε δημιουργείται επιχειρησιακή συνήθεια και οποιαδήποτε διαφορετική περαιτέρω αντιμετώπιση από τον εργοδότη εμπίπτει στο πλαίσιο των διατάξεων της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας των εργαζομένων» εξηγεί ο κ. Κλεώπας.
Σε ότι αφορά εργαζόμενους με διακεκομμένο ωράριο για όλες ή μερικές ημέρες της εβδομάδας, δικαιούνται αναπαύσεως, ενδιαμέσως μεταξύ των τμημάτων του ωραρίου τους, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τρεις (3) ώρες.
«Με βάση τα παραπάνω, στις περιπτώσεις όπου βάσει ατομικής σύμβασης εργασίας προβλέπεται διάρκεια διαλείμματος μεγαλύτερη των 30 λεπτών θα πρέπει να γίνει προσαρμογή της σύμβασης καθώς κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία. Το διάλειμμα θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να μην υπερβαίνει σε διάρκεια τα 30 συνολικά λεπτά» σύμφωνα με τον κ. Κλεώπα.
Τι προβλέπει ο Ν.4808/2021
Σύμφωνα με το νέο νόμο, το διάλειμμα χορηγείται μετά από 4 ώρες εργασίας (αντί για 6 που ίσχυε πριν). Σε επιχειρήσεις στις οποίες λόγω της φύσης και της έντασης της εργασίας απαιτείται η χορήγηση διαλείμματος μεγαλύτερης διάρκειας των 30 λεπτών, αυτή είναι δυνατή στο πλαίσιο της διαβούλευσης, μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων.
Στη διαβούλευση εκτιμώνται οι κίνδυνοι που συνδέονται με την οργάνωση του χρόνου εργασίας και λαμβάνονται υπ’ όψη στη σχετική γραπτή εκτίμηση κινδύνου που άπτεται της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων (Π.Δ.17/1996). Ευνόητο είναι ότι σε περίπτωση κατά την οποία έχει ήδη υιοθετηθεί σε μια επιχείρηση διάλειμμα το οποίο έχει ενταχθεί στο ημερήσιο ωράριο του εργαζόμενου και αποτελεί χρόνο εργασίας, η διάταξη του άρθρου 56 δεν δύναται να τροποποιήσει επί το δυσμενέστερον τη χορήγηση του διαλείμματος σύμφωνα με το Π.Δ.88/99.
Επιπλέον, καθιερώνεται ενιαία διακοπή χρονικής διάρκειας τουλάχιστον 3 ωρών για τους εργαζόμενους που απασχολούνται κατά πλήρες ημερήσιο, αλλά διακεκομμένο ωράριο για μέρος ή για το σύνολο των εργάσιμων ημερών της εβδομάδος.
Με τον τρόπο αυτό εφαρμόζεται, πλέον, για όλες τις επιχειρήσεις και τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, στους οποίους έχει συμφωνηθεί διακεκομμένο ωράριο απασχόλησης στους εργαζόμενους τους, ενιαίο χρονικό διάστημα διακοπής, πράγμα που προσφέρει ασφάλεια δικαίου στους εργαζόμενους ανεξαρτήτως του αντικειμένου και του είδους της επιχείρησης.