«Παράθυρο» αύξησης των επιδομάτων ευπαθών κοινωνικών ομάδων (όπως οι άνεργοι και όσοι διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας) ανοίγει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Στην έκθεση του διοικητή της, Γιάννη Στουρνάρα, που δημοσιεύτηκε χθες, επισημαίνεται πως «πρέπει να γίνει ένας αναπροσανατολισμός προς το κράτος κοινωνικής επένδυσης» καθώς το χάσμα της φτώχειας αυξήθηκε σε 27,3% το 2019, από 27% για τα εισοδήματα του 2018, ενώ οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα εμφανίζουν οριακή επιδείνωση.
Η πανδημία COVID-19 και η συνακόλουθη υγειονομική και οικονομική κρίση έχουν εντείνει τις ανισότητες διεθνώς, καθώς επηρεάζουν δυσανάλογα τους φτωχούς, οι οποίοι απασχολούνται κυρίως σε επαγγέλματα που προϋποθέτουν άμεση επαφή μεταξύ ανθρώπων.
Συνεπώς, ο ρόλος της κοινωνικής πολιτικής και των στοχευμένων μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής αναδεικνύεται ως ακόμη πιο σημαντικός και η ανάγκη για στόχευση, αποτελεσματικότητα και αναδιανομή καθίσταται επιτακτική.
Για τον λόγο αυτό, η ΤτΕ προχωρά σε δύο συστάσεις προς την κυβέρνηση:
αύξηση κατά 25% του ελάχιστους εγγυημένου εισοδήματος που λαμβάνουν τα πολύ φτωχά νοικοκυριά (σήμερα είναι 200 ευρώ το μήνα για κάθε μονοπρόσωπο νοικοκυριό, συν 100 ευρώ για κάθε ενήλικα εξαρτώμενο μέλος και 50 ευρώ για κάθε ανήλικο μέλος).
«Θα μπορούσε συνεπώς να επιδιωχθεί μια αύξηση της κάλυψης των δικαιούχων του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και η αποτελεσματική πρόσβαση των ωφελούμενων σε συμπληρωματικές κοινωνικές υπηρεσίες (που υπολειτουργούν) και να διασφαλιστεί η επιτυχής λειτουργία των υπηρεσιών ενεργοποίησης που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2021 και έχει στόχο να διευκολύνει την ένταξη ή επανένταξη των δικαιούχων στην αγορά εργασίας.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, μία αύξηση στο ποσό του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κατά 25% θα μείωνε τον κίνδυνο φτώχειας κατά 2 σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες.
- αύξηση του επιδόματος ανεργίας, για να καλυφθούν τα σημαντικά κενά προστασίας όσον αφορά τους ανέργους. Μάλιστα η Τράπεζα επισημαίνει την εξαιρετική ευκαιρία που παρέχεται στην Ελλάδα μέσω της χρηματοδότησης που εξασφάλισε από τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για δράσεις που σχετίζονται με την απασχόληση, τις δεξιότητες και την κοινωνική συνοχή.
Ποια μέτρα μειώνουν το ποσοστό φτώχειας
Οπως επισημαίνει η ΤτΕ, τα μέτρα πολιτικής του 2019 συνολικά αύξησαν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Τα κυριότερα ήταν η αύξηση του κατώτατου μισθού, η μείωση του ΕΝΦΙΑ (κατά 22% μεσοσταθμικά) και η χορήγηση 13ης σύνταξης και, εκτάκτως, του κοινωνικού μερίσματος, το οποίο όμως χορηγήθηκε σε πολύ μικρότερη κλίμακα σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Τέλος, το 2019 καθιερώθηκε το νέο στεγαστικό επίδομα.
Η περαιτέρω εξέταση των στοιχείων της EU-SILC 2020 αναδεικνύει επίσης την ανάγκη καλύτερης στόχευσης της κοινωνικής πολιτικής, καθώς υπάρχουν συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες που αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας: οι άνεργοι (45,3%), οι οικονομικά μη ενεργοί εκτός συνταξιούχων (25,1%), τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά (20,1%) –ιδιαίτερα τα πολύτεκνα (27,4%)– και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (20,9%).
Τα ευρήματα αυτά συνάδουν με το γεγονός ότι η κύρια συμβολή της κοινωνικής πολιτικής στη μείωση του ποσοστού φτώχειας προέρχεται από τις συντάξεις (κατά 24,8 ποσ. μον.), ενώ τα κοινωνικά επιδόματα συνέβαλαν στη μείωση του ποσοστού φτώχειας μόνο κατά 5,8 ποσοστιαίες μονάδες.
Σε σχέση με την έρευνα των τριών προηγούμενων ετών, όταν η συμβολή των κοινωνικών επιδομάτων στη μείωση του ποσοστού φτώχειας ήταν αρκετά μικρότερη (π.χ. 3,8 ποσ. μον. το 2016), παρατηρείται πρόοδος. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται και με τον αναπροσανατολισμό των δαπανών για κοινωνική προστασία από το 2017 και μετά – από δαπάνες γήρατος σε δαπάνες για την οικογένεια και για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού.
Ιδιαίτερα η αναμόρφωση των οικογενειακών επιδομάτων το 2018 φαίνεται να έχει επιδράσει θετικά, καθώς το 2019, σε σχέση με τα αποτελέσματα της EU-SILC για το έτος 2018, ο κίνδυνος φτώχειας μειώθηκε για τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά (από 22,8% σε 20,1%), ιδιαίτερα αισθητά δε για τα μονογονεϊκά νοικοκυριά (από 32,8% σε 24%), και για τα παιδιά (από 22,7% σε 20,9%).
Προς τη σωστή κατεύθυνση φαίνεται να κινείται επίσης η θέσπιση από το 2019 του επιδόματος στέγασης, που χορηγείται με εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, καθώς ο κίνδυνος φτώχειας για τους ενοικιαστές παρουσιάζει αισθητή μείωση το 2019 σε σχέση με το 2018 (18,5%, έναντι 20,9%).