Η ενεργειακή ακρίβεια και οι πληθωριστικές πιέσεις κάνουν ολοένα και πιο επιτακτική την ανάγκη αύξησης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, επισημαίνουν ινστιτούτα και φορείς των εργαζομένων.
Την ίδια στιγμή παράγοντες των εργοδοτών επισημαίνουν ότι είναι αδύνατον μέσα σ΄ αυτό το ρευστό περιβάλλον να δοθούν γενικευμένες αυξήσεις στο ύψος του πληθωρισμού, «για να μην προκληθεί σπιράλ διαδοχικών αυξήσεων που θα υπονομεύσει την παραγωγικότητα».
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ και της ALCO, το 80% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα δεν είδε καμία αύξηση το 2022. Αντίθετα αύξηση είδε μόνο το 20%-25% των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Σε δυσμενέστερη θέση από τους αμειβόμενους με τον κατώτερο μισθό βρίσκονται οι μερικώς απασχολούμενοι, οι οποίοι λαμβάνουν σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία απασχόλησης του ΕΦΚΑ περί τα 475,93 ευρώ μεικτά, μηνιαίως. Την ίδια ώρα έχουν και τη μεγαλύτερη απώλεια αγοραστικής δύναμης (29,2%) από όλες τις άλλες κατηγορίες εργαζόμενων.
Εν όψει της διαδικασίας καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού που θα εκκινήσει τον Ιανουάριο του 2023, δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πως στο σημερινό περιβάλλον της πληθωριστικής έξαρσης, είναι σημαντική η διάχυση της αύξησης του κατώτατου μισθού στο σύνολο των μισθών του ιδιωτικού τομέα, για να προστατευτεί το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών.
Όπως μάλιστα αναφέρει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ στην Ενδιάμεση Έκθεση για την ελληνική οικονομία, ο θεσμικός μηχανισμός για να συμβεί αυτό είναι η ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων εργασίας.
Αξίζει να σημειωθεί πως το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα είναι αξιοσημείωτα χαμηλό. Το 2018 ήταν 25,8%, κοντά στο αντίστοιχο της Λετονίας και της Σλοβακίας. Αντιθέτως, στις χώρες της Κεντρικής και της Βόρειας Ευρώπης τα ποσοστά κάλυψης ξεπερνούν το 70%.
Βάσει σχετικής οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη τα επόμενα έτη να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης στο 80%, να αυξήσει δηλαδή το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες.
«Τα εμπειρικά δεδομένα για την κατάσταση της αγοράς εργασίας μας δείχνουν ότι η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού και η ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της προστασίας της εργασίας είναι επιβεβλημένη» τονίζει το Ινστιτούτο.
«Σήμα» για επαρκή αύξηση του κατώτατου μισθού
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι ο νέος κατώτατος μισθός θα φτάσει την Πρωτομαγιά του 2023 στα 751 ευρώ, δηλαδή σε προ μνημονίων επίπεδα. Αυτό σημαίνει πως το ποσοστό αύξησής θα κυμανθεί μεταξύ 5% και 5,5% το οποίο ασφαλώς απέχει πολύ από το ποσοστό του φετινού πληθωρισμού που αναμένεται να «κλείσει» κοντά στο 9,9%.
«Δεδομένης της διάρκειας του κύματος της ακρίβειας, υπάρχει άμεση ανάγκη για επαρκή αύξηση του κατώτατου μισθού που θα βοηθούσε σημαντικά στη
βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα στην τρέχουσα κρίση κόστους ζωής και στην ενίσχυση της κατανάλωσης.
Επίσης, υπάρχει άμεση ανάγκη επαναρρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και σημαντικής αύξησης του ποσοστού κάλυψης της προστασίας των εργαζομένων με κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας για την επίτευξη μισθολογικών προσαρμογών οι οποίές θα αντισταθμίζουν την επίδραση του πληθωρισμού σε όλη την κλίμακα των μισθών με στόχο την επίτευξη δίκαιων αμοιβών» αναφέρει στην Έκθεσή του το ΙΝΕ.
Μια τέτοια εξέλιξη, υποστηρίζει, δεν θα έχει θετικές επιδράσεις μόνο ως προς τη δικαιότερη διανομή του εισοδήματος, αλλά και ως προς τη δημιουργία συνθηκών μιας χρηματοπιστωτικά σταθερής και αναπτυξιακά βιώσιμης οικονομίας.