Την στιγμή που ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα «παλεύει» να ξεκολλήσει από τα 713 ευρώ που βρίσκεται σήμερα, αύξηση καταγράφει ο μέσος μικτός μισθός, όπως επισημαίνει το ΚΕΠΕ, καθώς για το 2022 διαμορφώθηκε σε 1.062,34€ (από 996,12€ το 2021).
Η αύξηση αυτή του 6,65% δεν είναι ίδια για όλους, καθώς όπως φαίνεται εξαρτάται από το μέγεθος της επιχείρησης. Ειδικότερα, στις μικρές επιχειρήσεις (με προσωπικό έως 10 άτομα) οι μέσοι μισθοί από 663€ το 2021 αυξήθηκαν σε 731€ το 2022. Πιο φειδωλοί ήταν οι επικεφαλής επιχειρήσεων με προσωπικό άνω των 10 ατόμων, καθώς εκεί ο μέσος μηνιαίος μισθός διαμορφώθηκε σε 1.201€ (έναντι 1.142€ το 2021).
Ενώ ο μέσος μισθός για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης στις μεγάλες επιχειρήσεις από τον Οκτώβριο του 2021 ως τον Οκτώβριο του 2022 αυξήθηκε κατά σχεδόν 3%, ο κατώτατος αυξήθηκε κατά 9,6%.
Προκύπτει λοιπόν, σύμφωνα με το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών ότι οι μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες διαχρονικά κατά μέσο όρο δίδουν χαμηλότερους μισθούς, αύξησαν περισσότερο τις αμοιβές τους ως αποτέλεσμα της αύξησης του κατώτατου μισθού.
Οι πιο μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες ανέκαθεν έδιναν μέσες αμοιβές υψηλότερες από τον κατώτατο μισθό, περιορίστηκαν σε μια μέση αύξηση αισθητά χαμηλότερη από την αντίστοιχη του κατώτατου μισθού.
Πάντως αξιόλογες μεταβολές καταγράφονται αποκλειστικά στα μισθολογικά κλιμάκια κοντά στον κατώτατο μισθό, επιβεβαιώνοντας προηγούμενες εκτιμήσεις του ΚΕΠΕ για μη σοβαρές δευτερογενείς αυξήσεις. Είναι εντυπωσιακό ότι οι μεταβολές στις κατηγορίες άνω των 1.200€ είναι σχεδόν μηδενικές.
Φαίνεται λοιπόν ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού το 2022 ουσιαστικά έσπρωξε προς τα αριστερά το χαμηλότερο κομμάτι της μισθολογικής κατανομής, περίπου μέχρι το όριο των 1200€, και είχε περιορισμένη επίδραση από εκεί και πάνω.
Οι κλάδοι με τις μεγαλύτερες αυξήσεις
Σημαντικές διαφοροποιήσεις καταγράφονται επίσης στις μεταβολές των μέσων μηνιαίων μισθών και κατά κλάδο απασχόλησης. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι οι μέσοι μισθοί στον κλάδο της δημόσιας διοίκησης παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητοι.
Στον αντίποδα οι τρεις κλάδοι με τις υψηλότερες αυξήσεις είναι οι ετερόδικοι οργανισμοί (201€), η διαχείριση ακίνητης περιουσίας (111€) και τα καταλύματα-εστίαση (107€), ενώ στους υπόλοιπους κλάδους η αύξηση είναι χαμηλότερη των 100 ευρώ.
Η εκπαίδευση, οι τέχνες, η υγεία, τα καταλύματα και η εστίαση, καθώς και το εμπόριο καταγράφουν πάντως από τους χαμηλότερους μέσους μισθούς.
Αξίζει να σημειωθεί εξάλλου πως ενώ το 2009 το ποσοστό των μισθωτών με μισθό χαμηλότερο από τον κατώτατο ήταν 19,3%, το 2018 εκτοξεύτηκε σε 34,2%, τα επόμενα τρία έτη παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο κοντά στο 30%, ενώ το 2022 κατέγραψε μία πτώση σε 28,7%.
Προκύπτει, λοιπόν, ότι πλέον σχεδόν το ένα τρίτο των αμειβομένων εμφανίζεται να λαμβάνει μισθό μικρότερο από τον κατώτατο, κυρίως ως αποτέλεσμα της ευρείας εξάπλωσης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, μεταξύ των οποίων και η μερική απασχόληση.
Η νέα αύξηση του Απριλίου
Πάντως θα πρέπει να επισημανθεί πως οι έμποροι και οι μικρομεσαίοι πρότειναν τη μεγαλύτερη αύξηση στους μισθούς των χαμηλότερων κλιμακίων, κατά την διαβούλευση για την αύξηση του κατώτατου μισθού 2023, που είναι σε εξέλιξη.
Η λογική της πρότασής τους στηρίζεται στην παραδοχή ότι οποιαδήποτε εισοδηματική βελτίωση «επιστρέφει» στην αγορά και στην κατανάλωση. Η ΕΣΕΕ πρότεινε αύξηση πλησίον του 7% (στα 763 ευρώ), ενώ ακόμη υψηλότερα κινήθηκε η ΓΣΕΒΕΕ, κάνοντας λόγο για αναπροσαρμογή της τάξης του 8% με 10% (στα 770 έως 784 ευρώ).
Όπως υποστηρίζουν οι δύο φορείς καθοριστικός παράγοντας για την αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να είναι ο πληθωρισμός που για το 2023 εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στο ιδιαίτερα υψηλό 6% και η ακρίβεια που είναι διάχυτη παντού και όχι μόνο στα τρόφιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης.
Σαν αντιστάθμισμα, ζητούν μέτρα μείωσης της φορολογίας (κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος) και του μη μισθολογικού κόστους (μείωση εισφορών), ώστε να καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στα νέα δεδομένα οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.