Το καλοκαίρι βρίσκεται προ των πυλών και οι εργαζόμενοι σπεύδουν να κανονίσουν την καλοκαιρινή τους άδεια, που είναι θεσμοθετημένο εργασιακό δικαίωμα σύμφωνα με τον Α.Ν. 539/1945.
Σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης Εργαζομένων και Ανέργων της ΓΣΕΕ, η ετήσια κανονική άδεια χορηγείται με αποδοχές σε όλους τους μισθωτούς που συνδέονται με τον εργοδότη με σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, αλλά και στους μισθωτούς που απασχολούνται καθημερινά λιγότερες ώρες από το συνηθισμένο ή το νόμιμο ωράριο της ημερήσιας εργασίας τους (μερικώς απασχολούμενοι).
Ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων λαμβάνεται υπόψη το ημερολογιακό έτος, ενώ οι εργαζόμενοι δικαιούνται να λάβουν αναλογική άδεια από τον πρώτο μήνα απασχόλησής τους.
Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικώς (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούμενης αδείας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου και 24 εργάσιμων ημερών, επί εξαήμερου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχούς απασχόλησης
Η άδεια χορηγείται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ μισθωτών και εργοδότη. Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς πρέπει να λαμβάνουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου και ο εργοδότης υποχρεούται να τη χορηγήσει εντός διμήνου από τότε που υποβάλει ο εργαζόμενος σχετικό αίτημα για την λήψη της.
Η δυνατότητα μεταφοράς της ετήσιας κανονικής άδειας παρατείνεται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους (έως 31 Mαρτίου). Σε περίπτωση που παρέλθει και το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική.
Άδεια ανά έτος
Ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ετήσια κανονική άδεια από το πρώτο ημερολογιακό έτος απασχόλησης (έτος πρόσληψης) κατ’ αναλογία του χρόνου απασχόλησης που συμπληρώνει αυτός στον εργοδότη, χωρίς να απαιτείται και η συμπλήρωση ορισμένου χρόνου υπηρεσίας. Η αναλογία αυτή είναι 2 ημέρες άδειας για κάθε μήνα εργασιακής σχέσης, είτε πρόκειται για πενθήμερη, είτε για εξαήμερη απασχόληση και υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια 24 εργασίμων ημερών (επί εξαήμερου) και με βάση ετήσια άδεια 20 εργασίμων ημερών (επί πενθημέρου).
Και για το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο δεύτερο αυτό έτος, στον οικείο εργοδότη. Η αναλογία της άδειας υπολογίζεται εκ νέου, όπως και κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος, με βάση τις 20 ημέρες επί πενθημέρου και τις 24 ημέρες επί εξαημέρου
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος και από το χρονικό σημείο συμπλήρωσης 12 μηνών απασχόλησης, η άδεια επαυξάνεται κατά μία ημέρα, δηλαδή αυξάνεται στις 21 ημέρες επί πενθημέρου και 25 ημέρες επί εξαημέρου.
Για το τρίτο ημερολογιακό έτος, η άδεια ανέρχεται σε 21 ή 22 ημέρες επί πενθημέρου και σε 25 ή 26 επί εξαήμερου, αναλόγως εάν ο συγκεκριμένος εργαζόμενος κατά το χρονικό σημείο λήψης της άδειας έχει ή όχι συμπληρώσει 24 μήνες απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη. Στην περίπτωση αυτή, οι εργαζόμενοι δικαιούνται να λάβουν ολόκληρη την άδειά τους η οποία αφορά το ημερολογιακό έτος.
Υπενθυμίζεται πως απαγορεύεται η καταγγελία σύμβασης κατά τη διάρκεια της άδειας του μισθωτού από τον εργοδότη. Η απαγόρευση είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει την απόλυση για οποιοδήποτε λόγο. Σε περίπτωση που γίνει θεωρείται άκυρη.
Επίδομα άδειας
Κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη τις «συνήθεις αποδοχές» που θα ελάμβανε αν πραγματικά απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του. Στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνεται οτιδήποτε καταβάλλεται στο μισθωτό τακτικά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της εργασίας του, δηλαδή τόσο ο πάγιος μισθός ή το ημερομίσθιο, όσο και κάθε είδους πρόσθετες συμπληρωματικές παροχές, είτε σε χρήμα είτε σε είδος (όπως π.χ. τροφή, κατοικία, ποσοστά, επιδόματα κλπ.).
Εκτός από τις αποδοχές της άδειας, ο μισθωτός δικαιούται και επίδομα αδείας. Το επίδομα αδείας δεν μπορεί να υπερβεί για όσους αμείβονται με μισθό το μισό μισθό και για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο τα 13 ημερομίσθια.
Τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας του και δεν συμψηφίζονται με ανώτερες των νόμιμων καταβαλλόμενες αποδοχές.
Αν από υπαιτιότητα του εργοδότη δεν χορηγηθεί η άδεια μέχρι 31/3 της επόμενης χρονιάς, ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές άδειας αυξημένες στο 100%. Δεν διπλασιάζεται όμως το επίδομα άδειας.
Εάν λήξει η σύμβαση εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, παραίτηση, θάνατος εργαζόμενου, λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου), και ο εργαζόμενος δεν είχε πάρει την κανονική του άδεια που του οφείλεται, τότε δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια.
Οι εργαζόμενοι δικαιούνται αποζημίωση άδειας και επίδομα άδειας, αναλόγως προς τον χρόνο υπηρεσίας.