Νέο μοντέλο χορήγησης των επιδομάτων, επαναξιολόγηση φοροαπαλλαγών αλλά και φορολογικά κίνητρα στους καταναλωτές για να μην έχουν «κρυφές» συναλλαγές σε κλάδους με αυξημένη φοροδιαφυγή συστήνει στην κυβέρνηση ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Στην έκθεση για τη νομισματική πολιτική, ο κεντρικός τραπεζίτης προτείνει ένα πλέγμα παρεμβάσεων για την ενίσχυση της φορολογικής δικαιοσύνης και την καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής, το οποίο περιλαμβάνει:
1. Διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Όπως σημειώνει η ΤτΕ, τα μέτρα που θεσμοθετήθηκαν πρόσφατα – όπως η πληρέστερη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ επιχειρήσεων και ΑΑΔΕ σχετικά με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές (μεταξύ άλλων και μέσω της διασύνδεσης των ταμειακών μηχανών και των τερματικών αποδοχής καρτών – POS), το ηλεκτρονικό εμπόριο και οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες και η αλλαγή του τρόπου φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών με την εισαγωγή ενός ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος – αναμένεται να συμβάλουν θετικά στην αποτελεσματικότητα της φορολογικής πολιτικής και στη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών. Παράλληλα, τα παραπάνω μέτρα θα μπορούσαν να συμπληρωθούν με ικανά φορολογικά κίνητρα προς τους καταναλωτές για τη μη απόκρυψη των συναλλαγών σε κλάδους με αυξημένη φοροδιαφυγή και με την επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών με γνώμονα την καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής. Συνδυαστικά η προσέγγιση αυτή όπως σημειώνεται στην έκθεση θα μπορούσε να αποφέρει όχι μόνο αυξημένα φορολογικά έσοδα, αλλά και ενίσχυση της φορολογικής δικαιοσύνης, της αποταμίευσης και των ιδιωτικών επενδύσεων.
Φοροαπαλλαγές
Σημειώνεται ότι το ποσό των φοροαπαλλαγών έχει ανέβει στα 15,5 δισ. ευρώ το 2023 από 12,88 δισ. ευρώ το 2022 και ο αριθμός τους σε 1.064 από 1.047.
2. Αλλαγές στο πλαίσιο χορήγησης των κοινωνικών επιδομάτων. Σε οικονομίες όπως η ελληνική, στις οποίες υπάρχει εκτεταμένη απόκρυψη των εισοδημάτων, η στόχευση των κοινωνικών δαπανών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη κριτήρια πέραν των φορολογικών δηλώσεων, τονίζει η ΤτΕ. Η συνήθης πρακτική χορήγησης επιδομάτων με βάση μόνο τα δηλωθέντα εισοδήματα σε μια οικονομία με αυξημένη φοροδιαφυγή οδηγεί σε ανορθολογική και άδικη χρήση των δημόσιων πόρων. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα είναι χαμηλός, το οποίο υποδηλώνει ότι οι δαπάνες αυτές διαχέονται σε ευρύτερα εισοδηματικά στρώματα και δεν καταλήγουν στοχευμένα στα κατώτερα μέρη της εισοδηματικής κατανομής. Η ενθάρρυνση της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών και τα εν εξελίξει μέτρα ενίσχυσης του τεχνολογικού οπλοστασίου των φορολογικών αρχών συμβάλλουν στον περιορισμό της φοροδιαφυγής και ως εκ τούτου βελτιώνουν τη δυνατότητα στόχευσης των παροχών.