Tη δυνατότητα αλλά και την ανάγκη για σημαντική ενίσχυση των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα, με στοχευμένη στήριξη των επενδύσεων σε ανάπτυξη δεξιοτήτων επισημαίνει ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας, ενώ ζητά κίνητρα από την Πολιτεία προκειμένου να πετύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση πολιτικών που ενθαρρύνουν τη χρήση των νέων ψηφιακών τεχνολογιών, και στηρίζουν τους πολίτες στην απόκτηση ψηφιακών δεξιοτήτων, καθώς και προάγουν την κατάρτιση των εργαζομένων αποτελεί επιτακτική ανάγκη για την ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας.
Μελέτη του ΙΟΒΕ που έγινε για λογαριασμό της ΕΕΝΕ, αποκαλύπτει πως η Ελλάδα υστερεί στο ποσοστό επιχειρήσεων που προσφέρουν εκπαίδευση για αναβάθμιση ψηφιακών δεξιοτήτων.
Συγκεκριμένα, το ποσοστό των μεταποιητικών επιχειρήσεων που προσφέρουν προγράμματα αναβάθμισης ψηφιακών δεξιοτήτων στους εργαζόμενους τους το 2022 ανήλθε στην Ελλάδα σε 9%, επίδοση που κατατάσσει τη χώρα σε χαμηλότερα επίπεδα από το μέσο όρο στην ΕΕ-27 (10,8%).
Για τις υψηλές τους επιδόσεις ξεχωρίζουν το Βέλγιο και η Ολλανδία, με το 21,7% και το 19,3%, αντίστοιχα των μεταποιητικών επιχειρήσεων να υλοποιεί προγράμματα ψηφιακής επιμόρφωσης.
Τα μισθολογικά κίνητρα
Σύμφωνα με την ΕΕΝΕ, η απόκτηση ψηφιακού πιστοποιητικού δεξιοτήτων από τον εργαζόμενο επιφέρει αύξηση του μισθού του και, εν τέλει, μια αύξηση του μη μισθολογικού κόστους που καταβάλλει η επιχείρηση. Προτείνεται λοιπόν η μείωση του επιπρόσθετου μη μισθολογικού κόστους που δημιουργείται από την αύξηση του μισθού του απασχολούμενου λόγω της απόκτησης ψηφιακού πιστοποιητικού.
Για παράδειγμα αν ο μικτός μισθός ενός εργαζομένου είναι €1.000, τότε το μη μισθολογικό κόστος για μια επιχείρηση ανέρχεται σε €223. Αντίστοιχα, το καθαρό εισόδημα του εργαζομένου υπολογίζεται σε €820 μηνιαίως, λόγω των ασφαλιστικών εισφορών που επιβαρύνουν τον εργαζόμενο και των φόρων εισοδήματος, που ανέρχονται σε €139 και €41 αντίστοιχα.
Αρχικά, εκτιμώνται οι επιδράσεις από την απόκτηση ψηφιακού πιστοποιητικού που επιφέρει μια αύξηση του μισθού του εργαζόμενου κατά €100. Με βάση το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, η αύξηση του μικτού μισθού κατά €100 θα επιφέρει ένα επιπλέον μη μισθολογικό κόστος στην επιχείρηση €22, ενώ η αύξηση του καθαρού μισθού του εργαζομένου θα είναι €66.
Βάσει της πρότασης της ΕΕΝΕ, η αύξηση του μικτού μισθού κατά €100 δεν θα επιφέρει επιπλέον μη μισθολογικό κόστος στην επιχείρηση, με την αύξηση του καθαρού μισθού του εργαζομένου να είναι €100. Δηλαδή το επιπλέον κόστος του εργοδότη ανέρχεται σε €100, και αφορά αποκλειστικά μισθολογικό κόστος, όσο και η αύξηση που λαμβάνει ο εργαζόμενος.
Όλα αυτά προϋποθέτουν πως η μεταποιητική επιχείρηση αναλαμβάνει τις δαπάνες για την επιμόρφωση των εργαζομένων της, σε συνεργασία με ανεξάρτητους καταρτισμένους και διεθνώς αναγνωρισμένους φορείς. Τα προγράμματα επιμόρφωσης αφορούν σε θέματα τεχνολογίας, και χρήσης πληροφοριακών και ψηφιακών συστημάτων, τα οποία είναι σχεδιασμένα για την κάλυψη των πραγματικών και σύγχρονων αναγκών της επιχείρησης.
Ο εργαζόμενος παρακολουθεί το πρόγραμμα επιμόρφωσης και κατάρτισης, και μετά την επιτυχή παρακολούθηση και
ολοκλήρωση του προγράμματος λαμβάνει ψηφιακό πιστοποιητικό.