Το υψηλότερο ποσοστό διακοπής τηλεπικοινωνιακών συμβολαίων πριν την λήξη της σύμβασής ορισμένου χρόνου στην οποία έχουν δεσμευτεί, καταγράφουν οι Έλληνες μεταξύ των κατοίκων των Ευρωπαϊκών χωρών, όπως προκύπτει από την πρόσφατη ειδική έρευνα του Ευρωβαρόμετρου για τις πρόσφατες τάσεις στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες στα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Συγκεκριμένα και βάσει της έρευνας που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2020 σε δείγμα 27.213 Ευρωπαίων από όλες τις χώρες της ΕΕ, οι Έλληνες φαίνεται να αλλάζουν περισσότερο από τους άλλους ευρωπαίους τηλεπικοινωνιακό πάροχο πριν παρέλθει ο χρόνος δέσμευσης με τον προηγούμενο, παρότι μάλιστα πρέπει να πληρώσουν το τέλος διακοπής συμβολαίου ορισμένου χρόνου. Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε ότι οι συνδρομητές δεν είναι ικανοποιημένοι με την τρέχουσα σύνδεσή τους, είτε ότι κάποιος άλλος πάροχος τους προσεγγίζει με πολύ καλύτερη προσφορά ώστε να αποφασίζουν να αλλάξουν παρά το τέλος που είναι δεσμευμένοι να πληρώσουν. Ο προαναφερθείς πόλεμος τιμών παρατηρείται έντονα όλα τα προηγούμενα χρόνια στην ελληνική αγορά δημιουργώντας και μεγάλη αναντιστοιχία ονομαστικών με πραγματικών τιμών και οδηγώντας την Ελλάδα να συγκαταλέγεται μεταξύ των ακριβότερων χωρών της ΕΕ για τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες - κάτι που θα μπορούσε να μην ισχύει αφού δεν υπολογίζονται οι τιμές προσφοράς που εντέλει λαμβάνουν οι καταναλωτές.
Τα συμπεράσματα της έρευνας
Αναλυτικότερα, στο ερώτημα «τι προβλήματα αντιμετωπίσατε κατά την αλλαγή παρόχου τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών», το 16% των Ελλήνων αναφέρει ότι χρειάστηκε να πληρώσει το γνωστό «πέναλτι» στον προηγούμενο πάροχό του αφού διέκοψε το συμβόλαιο νωρίτερα παό την προβλεπόμενη ημερομηνία, ποσοστό που αποτελεί το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης. Το ίδιο «πρόβλημα» σε μικρότερο ποσοστό, 10%, αντιμετωπίζουν και οι κάτοικοι της Τσεχίας και της Σλοβενίας και του Λουξεμβούργου ενώ ακολουθούν με ποσοστό 7% η Κροατία, η Λιθουανία και η Λετονία. Στον αντίποδα, μόνο το 1% του Γερμανών, των Δανών, των Κύπριων καθως και των Ολλανδών και Φιλανδών, χαρακτηρίζουν ως πρόβλημα τους την πληρωμή τελών αλλαγής τηλεπικοινωνιακού παρόχου.
Στην γενικότερη εικόνα βέβαια η πλειονότητα των Ευρωπαΐων, 6 στους δέκα, φαίνεται να μην αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα κατά την αλλαγή συμβολαίου, με μόνο το 41% να δηλώνει ότι αντιμετώπισε τουλάχιστον ένα πρόβλημα. Το ποσοστό μάλιστα είναι κατά 17% υψηλότερο σε σχέση με αντίστοιχη έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2017.
Μεταξύ των καταγεγραμμένων προβλημάτων και πέρα από τα τέλη διακοπής συμβολαίου ορισμένου χρόνου που προαναφέρθηκαν, το18% των κατοίκων της Κροατίας και της Ιρλανδίας και το 17% των κατοίκων της Αυστρίας ανέφερε ως πρόβλημα την αλλαγή εξοπλισμού κατά την αλλαγή παρόχου. Στην Ιρλανδία πάλι το 16% των κατοίκων ανέφερε ότι για κάποιο διάστημα έπρεπε να πληρώσει και την παλιά και την νέα σύνδεση. Τέλος οι κάτοικοι σε Βέλγιο, Αυστρία και Κροατία με ποσοστό 7%, 7% και 6% αντίστοιχα, ανέφεραν ως πρόβλημα το ότι έχασαν τα προσωπικά τους email και το online περιεχόμενό τους κατά την αλλαγή παρόχου.
Περισσότεροι Ιρλανδοί, Αυστριακοί και Έλληνες αναβάθμισαν την σύνδεσή τους στην πανδημία
Πέρα από τα παραπάνω, η πλειονότητα των Ευρωπαΐων δείχνει ικανοποιημένη από την σύνδεσή του Internet, αφού ακόμα και κατά την διάρκεια της πανδημίας όπου οι διαδικτυακές ανάγκες πολλαπλασιάστηκαν, οι περισσότεροι συνδρομητές δεν προχώρησαν σε αναβάθμιση του συμβολαίου τους για να τις ικανοποιήσουν.
Ειδικότερα το 81% όσων διατηρούν σύνδεση στο διαδίκτυο ανέφεραν ότι είναι ικανοποιημένοι από την ταχύτητα της σύνδεσης, (download και upload) ενώ ένα 28% ανέφερε ότι είναι πολύ ικανοποιημένο.
Το μεγαλύτερο ποσοστό κατοίκων που άλλαξαν σύνδεση για να ικανοποιήσουν τις αυξανόμενες ανάγκες όπως τηλεργασία και τηλεκπαίδευση κατά την διάρκεια των lockdown καταγράφηκε στην Ιρλανδία, την Αυστρία και την Ελλάδα (ποσοστό 18%, 16% και 16% αντίστοιχα) ενώ την μεγαλύτερη ικανοποίηση από την σύνδεση που είχαν προ πανδημίας και κατά την διάρκεια της υγειονομικής κρίσης καταγράφουν οι κάτοικοι των χωρών της Σουηδίας, της `Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας.
Στα λοιπά συμπεράσματα της έρευνας αξίζει να αναφέρουμε ότι σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι έχουν πλέον κινητό τηλέφωνο (96%) και το 82% αυτών έχουν πρόσβαση στο Internet μέσω σταθερής σύνδεσης. Ωστόσο μόνο το 53% των νοικοκυριών διατηρεί πλέον σταθερή σύνδεση. Τα μεγαλύτερα ποσοστά σταθερών συνδέσεων τηλεφωνίας καταγράφονται σε χώρες της Νοτιοδυτικής Ευρώπης αλλά και στην Ελλάδα, ενώ λιγότερες συνδέσεις σταθερής τηλεφωνίας παρουσιάζουν οι χώρες της Βορειοανατολικής Ευρώπης.
Εν αντιθέσει κινητές συνδέσεις καταγράφονται στο σύνολο των Ευρωπαικών χωρών, έχοντας αυξηθεί ιδιαίτερα μεταξύ 2017 - όπου και πραγματοποιήθηκε η αντίστοιχη έρευνα- 2020, σε Ελλάδα, Κροατία (+8%) και Σλοβακία (+7%).
Αντίστοιχα 8 στα 10 νοικοκυριά έχουν πλέον σύνδεση στο Internet, με τα ποσοστά των χωρών να παρουσιάζουν μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις εν συγκρίσει με της κινητής τηλεφωνίας.
Τι ισχύει για την διακοπή σύμβασης
Να θυμίσουμε ότι βάσει του Κανονισμό Γενικών Αδειών της ΕΕΤΤ που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Οκτωβρίου 2018 οι συνδρομητές απέκτησαν μεγαλύτερη διαφάνεια ως προς τους συμβατικούς όρους και μεγαλύτερη προθεσμία για καταγγελία της σύμβασης σε περίπτωση μονομερούς τροποποίησης των συμβατικών όρων ή των τιμολογίων από τον πάροχο. Παράλληλα απαγορεύτηκε η επιβολή τέλους διακοπής ανανέωσης σύμβασης, εφόσον αυτή είναι αορίστου χρόνου ή σύμβαση καρτοκινητής.
Βάσει μάλιστα του νέου κανονισμού γενικών αδειών ο οποίος τίθενται αυτή την περίοδο σε ισχύ, ο συνδρομητής που έχει δέσμευση συμβολαίου και θέλει να καταγγείλει μία υπηρεσία της δέσμης πριν από τη λήξη της συμφωνημένης διάρκειας της σύμβασης, επειδή δεν παρέχεται καθόλου ή η παροχή της δεν ανταποκρίνεται στους προσυμφωνηθέντες όρους, έχει το δικαίωμα να καταγγείλει αζημίως το σύνολο των υπηρεσιών του συμβολαίου. Δηλαδή αν κάποιος έχει ένα πακέτο σταθερής, κινητής τηλεφωνίας, και Internet μπορεί να καταγγείλει το σύνολο του πακέτου, χωρίς κανένα κόστος για τον ίδιο, όταν μια από τις υπηρεσίες αυτού είναι προβληματική.
Επιπλέον όσον αφορά το τέλος πρόωρης διακοπής του συμβολαίου. Ειδικότερα στην περίπτωση που ο καταναλωτής καταγγείλει νωρίτερα ένα δεσμευτικό για τον ίδιο συμβόλαιο, η αποζημίωση για το υπόλοιπο του χρόνου δέσμευσης θα υπολογίζεται με βάση την πραγματική κι όχι την ονομαστική χρέωση αφού όπως αναφέρεται στον νέο κανονισμό «ως πάγιο λαμβάνεται το καταβαλλόμενο μηνιαίως από τον συνδρομητή ποσό κατά την διάρκεια της ορισμένου χρόνου σύμβασης». Μέχρι πρόσφατα η αποζημίωση του παρόχου για τον υπολειπόμενο χρόνο δέσμευσης γίνονταν με βάσει την ονομαστική χρέωση κι όχι με την πραγματική χρέωση μεταξύ παρόχου και πελάτη, η οποία προκύπτει συνήθως μετά από έκπτωση των παρόχων προς τους καταναλωτές.