Πρωταθλητές της τουριστικής ζήτησης αποδεικνύονται τα ξενοδοχεία πολλών αστέρων την τρέχουσα σεζόν, εμφανίζοντας το τρίμηνο Μαίου, Ιουνίου, Ιουλίου την υψηλότερη ζήτηση μεταξύ των καταλυμάτων όλων των κατηγοριών. Η τάση που παρατηρήθηκε ευθύς εξαρχής της ανάκαμψης στην μεταπανδημική εποχή, αναμένεται μάλιστα να συνεχιστεί καθώς το ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας εμπλουτίζεται με νέες luxury επιλογές.
Προβάδισμα πληροτήτων στις πεντάστερες μονάδες
Ειδικότερα, σύμφωνα με την τελευταία μηνιαία έρευνα Πάνελ για τις επιδόσεις των Ξενοδοχείων του Ινστιτούτου Τουριστικών Μελετών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), η πληρότητα στα ανοιχτά ξενοδοχεία, το εν λόγω τρίμηνο έφτασε τον Μάιο στο 56%, τον Ιούνιο στο 75,3% και τον Ιούλιο στο 82,7%, με τους δύο πρώτους μήνες να καταγράφουν άνοδο κοντά στο 5% σε σχέση με τον αντίστοιχο διάστημα πέρυσι και τον Ιούλιο να κινείται σε οριακά υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με το 2022 (81,2%).
Σε αυτό το πλαίσιο οι πεντάστερες μονάδες φάνηκαν να κρατούν τα σκήπτρα των πληροτήτων, συγκεντρώνοντας και τους τρεις μήνες τα υψηλότερα ποσοστά. Για την ακρίβεια η πληρότητα στις πεντάστερες ανοικτές μονάδες έφτασε τον Μάιο το 71,5%, όταν μεσοσταθμικά στο σύνολο των ξενοδοχειακών μονάδων έφτασε μόλις το 56% ενώ στις μονάδες 1,2 και 3 αστεριών δεν ξεπέρασε το 50% (36% στις μονάδες 1*, 42,2% στις μονάδες 2* και 50,2% στις μονάδες 3*). Σε υψηλότερα επίπεδα κινήθηκαν μάλιστα τον ίδιο μήνα και οι πληρότητες των καταλυμάτων τεσσάρων αστέρων φτάνοντας το 61%.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: «Άλμα» 15,1% στις ταξιδιωτικές εισπράξεις Ιουλίου - Βρετανοί οι μεγαλύτεροι «καλοπληρωτές»
Η εικόνα ήταν πανομοιότυπη και τους επόμενους δύο μήνες με τις επιδόσεις των πεντάστερων να κινούνται αισθητά πάνω από τον μέσο όρο του συνόλου των ξενοδοχείων υπερβαίνοντας και τις επιδόσεις όλων των άλλων κατηγοριών. Τον Ιούλιο για παράδειγμα η πληρότητα στις πεντάστερες μονάδες έφτασε στο 84,9% όταν μεσοσταθμικά στο σύνολο του ξενοδοχειακού δυναμικού ήταν 75,3%. Εν συγκρίσει δε με τις λοιπές κατηγορίες, η πληρότητα καταγράφηκε κατά 29, 22 και 13,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη από τις μονάδες 1*, 2* και 3* αντίστοιχα. Όσο για τα τετράστερα είχαν εξίσου καλές επιδόσεις με την πληρότητά τους να φτάνει το 82%.
Ακόμα και τον Ιούλιο, που η ψαλίδα έκλεισε αφού η ταξιδιωτική κίνηση ήταν αισθητά αυξημένη στο σύνολο των προορισμών της χώρας, η διαφορά στις πληρότητες μεταξύ 5* και 1* παρέμεινε στις 14 ποσοστιαίες μονάδες με την πληρότητα των πεντάστερων να φτάνει κοντά στο 90% (88,6%) και των 1*,2* και 3* να παραμένουν στο 74,1% και στο 79,5%.
Ανοδικά κινούνται και οι τιμές
Την ανιούσα πέρα από τις πληρότητες φάνηκε να παίρνει φέτος και η μέση τιμή διαμονής στις ξενοδοχειακές μονάδες της χώρας. Η μέση τιμή έφτασε τον Μάιο στα 93 ευρώ από 79 που ήταν πέρυσι , τον Ιούνιο στα 120 ευρώ από τα 108 που ήταν πέρυσι και τον Ιούλιο στα 153 ευρώ αυξανόμενη κατά 22 ευρώ σε σχέση με πέρυσι. Ωστόσο η διάμεσος τιμής - η οποία είναι πιο αντιπροσωπευτική καθώς δεν επηρεάζεται από τις ακραίες τιμές που παρατηρούνται στον υπολογισμό της μέσης τιμής, έφτασε τον Μάιο στα 60 ευρώ, τον Ιούλιο στα 67 ευρώ και τον Ιούλιο στα 80 ευρώ. Σύμφωνα με το ΙΤΕΠ δηλαδή, το 50% των ξενοδοχείων διαθέτει τα δωμάτιά του πάνω από αυτή την τιμή και το 50% κάτω από τη διάμεσο τιμή. Δ
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: «Εκτόξευση» 20,2% των ταξιδιωτικών εισπράξεων στο 7μηνο - Βελτιώθηκε το εξωτερικό ισοζύγιο
Να θυμίσουμε ότι και την προηγούμενη χρονιά το προβάδισμα στις επιδόσεις των ξενοδοχείων είχαν οι τετράστερες και πεντάστερες μονάδες. Για την ακρίβεια σύμφωνα με την ετήσια Έρευνα για τον Ξενοδοχειακό Κλάδο 2022 που διενήργησε το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) του ΞΕΕ, ο τζίρος των ξενοδοχείων την προηγούμενη χρονιά έφτασε τα 8.622,2 εκατ. ευρώ όντας αυξημένος κατά 2,4% σε σχέση με τη χρυσή για τον τουρισμό χρονιά του 2019. Σε αυτό το πλαίσιο τα τετράστερα και τα πεντάστερα ήταν τα μόνα καταλύματα που κατέγραψαν υψηλότερους τζίρους σε σχέση με το 2019 κατά 13,1% (ο τζίρος τους το 2022 έφτασε τα 6.650,1 εκατ. ευρώ σε σχέση με τα 5.878,6 εκατ. ευρώ το 2019) ενώ τα ξενοδοχεία 1,2 και 3 αστέρων συνέχισαν να παρουσιάζουν υστέρηση τζίρου της τάξης του -22,3% - από 2.538,7 εκατ. ευρώ το 2019 έφτασε το 2022 σε 1.972,1 εκατ. ευρώ.